Ριζοβούνι Πρέβεζας

Αναζήτηση
Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κύριο Μενού

Ποδογορίτικο Λεξικό

Λαογραφικά

Μικρό
«ποδογορίτικο λεξικό»

Παρακάτω γίνεται μια αρχική προσπάθεια να καταγραφούν οι «ριζοβουνιώτικες» λέξεις και εκφράσεις στην ιστοσελίδα, στην οποία και φιλοξενείται το πρώτο «λεξικό» ποδογορίτικων λέξεων, εκφράσεων και εννοιών και η ερμηνεία τους. Βέβαια οι περισσότερες ακούγονται και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Φιλοδοξία είναι να εμπλουτιστεί το μικρό αυτό λεξικό και να αποδείξει αφετέρου πόσο ζωντανή είναι η ντοπιολαλιά μας, αφού χρησιμοποιείται κατά κόρον και από τους νέους ανθρώπους του χωριού (και σίγουρα τους μεγαλύτερους) σε συζητήσεις και αναφορές μεταξύ τους στις οικογένειες, στις γειτονιές, στα καφενεία και στα τηλέφωνα όταν θέλουν να ξαναθυμηθούν τα παλιά και να γελάσουν. Ας ελπίσουμε, ότι το «λεξικό» αυτό θα είναι χρήσιμο για κάθε φοιτητή και σπουδαστή της φιλολογίας και λαογραφίας, επισκέπτη, γαμπρό και νύφη αυτού του χωριού, που θα τον βοηθήσει κατά τον καλύτερο τρόπο να κατανοήσει τους κατοίκους της περιοχής
Εξυπακούεται ότι κάθε καλόπιστη κριτική, διόρθωση, συμπλήρωση, επεξήγηση είναι απολύτως αποδεκτή και μάλιστα «εντελώς απαραίτητη» - ιδίως των φιλολόγων, των παιδαγωγών, δασκάλων αλλά και όλων των κατοίκων του χωριού που ενδιαφέρονται - ώστε η συμπλήρωσή του να είναι όσον το δυνατόν πιο επαρκής (αν μπορεί να υπάρξει ποτέ συμπλήρωση ενός λεξικού με την δυναμική της συνεχούς αλλαγής που διατρέχει κάθε γλώσσα στο πέρασμα των χρόνων).
Υποσημείωση: ίσως παρακάτω να υπάρχουν μερικές λέξεις που σε μερικούς δεν θα άρεσαν ή δεν θα ήθελαν να μπουν στην καταγραφή αυτή, διότι είτε δεν είναι εύηχες είτε αναδύουν δυσάρεστα συναισθήματα. Επιτρέψτε μου να απαντήσω με τα λόγια κάποιου μεγάλου φιλολόγου ο οποίος είχε πει ότι δεν υπάρχουν «άσχημες λέξεις» αλλά μόνο «άσχημες σκέψεις και πράξεις».


Σημείωμα των επιμελητών,
Παναγιώτη Μπακάρα και Μαρίας Γεωργούση


Ευρετήριο :                            
Α Β  Γ Δ Ε Z H Θ I K Λ M N Ξ O  Π P Σ T Y Φ X Ψ  Ω

Α

ααα;=τι είπες;
αχά! = εντάξει
αγγιά = σκεύη κουζίνας
αγκούσα= η δυσφορία που δημιουργείτε από τον καύσωνα.
αγκουσεύομαι= ζεσταίνομαι υπερβολικά και μου δημιουργείται δυσφορία.
αγκωνάρι= μεγάλη πέτρα ιδίως στα θεμέλια του σπιτιού
αγώι= το μεροκάματο και η μεταφορά των αγαθών από τον αγωγιάτη
αλλαμάνιασα = έκανα αταξίες
αμτί = πως
αναμεράω = κάνω στην άκρη
αναμέρσ'= παραμέρισε να περάσω
αντάρα = ομίχλη
αντί = εξάρτημα του αργαλειού
αντραλεύομαι, αντραλίζομαι = ζαλίζομαι
αντραποδιέμαι= σκοντάφτω
απθώνω= αφήνω καταγής
αποκοντριάζομαι= απογοητεύομαι, κλείνομαι στον εαυτό μου,
αποκοντριασμέμος= ο απογοητευμένος
ααα!Εεε μωρέ! = ναι ή κατάλαβα
αλάργα= μακριά
ανάμερα = επιρ. μακριά, παράμερα
αναμέρα = απομακρύνσου
άνιφτος = άπλυτος
αντάμα = μαζί
απάν΄= επάνω
απκάτ΄= αποκάτω
αρίδες ή ποδάρια = τα πόδια
απίθωσα = άφησα κάτι κάτω
αποσβολώθκα = ζαλίστηκα
αντραποδίθκα = σκόνταψα
απίστομα, πίστομα = ανάποδα , μπρούμυτα
απόστασα = κουράστηκα
απόρρ'ξε = απέβαλλε
ασκουρμένομαι = ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
ανασκούμπωσε = ανασήκωσε, μάζεψε, ετοιμάστηκε
αστόησα = ξέχασα
αλσίβα = απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη
αλλνών = στους άλλους
αλλολώισα = θόλωσα , ζαλίστηκα , αποτρελάθηκα
αλιά = αλίμονο
αύλακας = αυλάκι, ρυάκι
αμολάω= αφήνω κάτι δεμένο να φύγει
αμπώνω = αμπώχνω, σπρώχνω
αντράλα = φασαρία ,ζάλη
αντάρα = καταχνιά, ομίχλη, θολούρα
αστραποβαρεμένο ή «κακιά 'στραπή» = για το ανήσυχο παιδί
αχαμνός= κακός
αχούρι = αχερώνας, στάβλος, βρώμικο και ακατάσταστο μέρος» σαν
αχούρι»
αράδα-αράδα= με τη σειρά Ευρετήριο

Β
αάβω ή μπάμπω = γιαγιά, γριά
αάρεσε- βαρ'σι- βάρσε = χτύπησε
ααρκό = χωράφι που κρατά πολύ υγρασία άρα όχι και τόσο εύφορο διότι σαπίζει ο σπόρος ή είναι καλό για καλλιέργειες που απαιτούν πολύ νερό.
αατσνιά - βατσουνιά = βάτα μαζί με άλλα φυτά με αγκάθια
βελέντζα= μάλλινη κουβέρτα - φλοκάτη
βελάζ' = η φωνή του προβάτου
βέργα ή βίτσα = από λυγαριά (λυγιά) για να τσούζει, το φόβητρο των
μαθητών
βλόγα μας =ευλόγησέ μας
βόγγσε = φώναξε δυνατά από πόνο
βολά (μια)= μια φορά
βούκινο = έγινε ρεζίλι στο χωριό
βουρλίσκε = αρρώστια των ζώων, έγινε έξαλλος, εξαγριώθηκε
βετούλ' = μικρό κατσίκι ενός έτους περίπου
βατεύκαν = ζευγάρωσαν τα ζώα
βέλαξα (απ' τον πόνο) = φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ
βλάντωσα (στο κλάμα) = έκλαψα πάρα πολύ
βύρα (του Κοττά) από το αρχαϊκό υβρίον, πίδακας κοντά στο ποτάμι, κατά παραφθορά βυρίο, βύρα = τμήμα του ποταμού με συγκέντρωση  μεγάλης ποσότητας νερού            Ευρετήριο

Γ
γαργάλι = μικρό ζώο που η φωνή του είναι έντονη τα βράδια της άνοιξης.
γένμα - γέννημα = σοδειά από τα δημητριακά
γκαβός = τυφλός
γκλαβανή = καταπακτή που ενώνει εσωτερικά δύο χώρους με διαφορετικό υψόμετρο
γκρούω = αγγίζω
γκριτζελάγγος = λαιμός
γκαρίζει= φωνάζει δυνατά σαν το γαϊδούρι
γλέπω= βλέπω
γκισέμ , γκεσέμ' = τράγος που οδηγεί το κοπάδι
γλίτσιασε= έπιασε γλίτσα = λίγδα
γκορτσιά-γκόρτσα= άγρια αχλαδιά-αχλάδια
γομάρ = το γαϊδούρι και ο παλιάνθρωπος
γουρνοτσάρουχα = αυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
γόνα (χτύπησα στο) = γόνατο
γούπατο = εσοχή
γατσούλι ή γατσόπλο= γατάκι
γκαβώθκα = τυφλώθηκα
γκουσταρίτσα = σαύρα
γιόμα = το μεσημέρι
γκότς= κάποιος κουβαλάει κάποιον στην πλάτη του, συνήθως η μάνα το
μικρό παιδί
γίνκει = έγινε
γέρεψα = έγινα καλά
γρίβας = γκρίζο άλογο
γρούσπα = κουφάλα, τρύπα στο έδαφος με βρώμικα νερά
γκεύω = βουτάω, μουσκεύω («να γκέψω λίγο ψωμί»)
γυνί = υνί
γιούκος = σωρός από στρώματα
γκιουιζ («μη μι γκιουιζ») = μη με αγγίζεις
γκιούμια = δοχεία για μεταφορά νερού Ευρετήριο

Δ
δαμάλι = ταύρος
δαυλί= ξύλο που καίγεται αλλά και «έγινα δαυλί από μεθύσι»
δεξά= δεξιά
Δέντρο = ονομασία δέντρου (είδος βελανιδιάς)
διακονιάρης = ζητιάνος
δλειά = δουλειά
δρυμόν'= κόσκινο συρμάτινο για τα σιτηρά και για τραχανά.
δραγάτς΄ ή δραγάτης ,από το αρχαίο δραλίσκομαι, παρατηρώ από ψηλά, ο αγροφύλακας
δρασκέλατο = απήδατο, πήδηξέ το  Ευρετήριο

Γ
εινόρτου= όνειρο
έρμος= ο έρημος , ο μαγκούφης
εψές = χθες Ευρετήριο

Ζ
ζαβός= κακός ή κακότροπος άνθρωπος , ανόητος
ζαβά = φέρεται ανόητα
ζαλοκνιέμαι = ζαλίζομαι, κουνιέμαι
ζαρκό = γυμνό, ξεμπλέτσωτο
ζβάου = σβήνω
σβήσ' τ' φεξ = σβήσε το φως
ζγουρ' = ζυγούρι (αρνί ενός έτους περίπου)
ζερβά = αριστερά
ζλάπ' = το άγριο αρπακτικό ζώο αλλά και ο ατίθασος άνθρωπος
ζαβλακώθκα = νύσταξα και ζαλίστηκα
ζαγάρ'= κυνηγετικό σκυλί αλλά και παλιόπαιδο
ζγώνω, ζυγώνω, σγώνω = πλησιάζω
ζμπάω-ζουπάω = βάζω - σπρώχνω
ζαγκανιέμαι = κουνιέμαι ρυθμικά
ζούρλια = τρέλα
ζουρλός = τρελός Ευρετήριο

Θ
θηθυλιώπα = βατράχι μεγάλου μεγέθους που πίνει αίμα από πρόβατα
μάλλον ο φρύνος, σε άλλες περιοχές το συναντάμε ως (μπράσκα).
θηκάρ΄= θήκη
θέρμες του Αυγούστου = μάλλον η ελονοσία
θιάμαξα = θαύμασα, έμεινα έκπληκτος
θιαμαίνομαι, θιάμα= θαυμάζω, απορώ, εκπλήττομαι ( « σε θιαμαίνομαι») Ευρετήριο

Κ
καλίγωμα = πετάλωμα ζώου
καρτέρ' = περίμενε
κάργα = τελείως γεμάτο
κάνιστρα = πλεκτό από καλάμι σκεύος μαγειρικής ή αποθήκευσης
προϊόντων
κακάβι = σκεύος μαγειρικής
καταΐ = κάτω
κλιτσινάρ = αδύνατος
κριτσιάνισ' = ειδικός ήχος από σπάσιμο χόνδρου ή ξύλου ή τρίξιμο δοντιών («γιατί κριτσιανάς τα δόντια σου;»)
κάκο (η ) = η θεία, η γιαγιά, η γερόντισσα
καλοσκέρσα = πρωτοδοκίμασα
κιότευω = δειλιάζω
κρεβατίνα = κληματαριά, που χρησιμοποιείται για ίσκιο
κακκάβ' = καζάνι
κακομούτσουνος= άσχημος
καρδάρα = μεταλλικός κουβάς για το γάλα
κονάκι = σπίτι
κόπανος = χοντρό ξύλινο εξάρτημα για το πλύσιμο χοντρών ρούχων , αλλά
και ο χαζός
κολοφωτιές = πυγολαμπίδες
κοτοπούλι = κοτόπουλο
κοσιά = το δρεπάνι
κοράκιασα = δίψασα πολύ
κοσί = γρήγορα
κρένω = μιλάω
κοματσιούλι = μικρό τεμάχιο ψωμιού συνήθως υπόλειμμα
κουτσαμάρα ή κτσάθκαν= αρρώστια των προβάτων στις οπλές τους, που
τα εμποδίζει στο να περπατήσουν
κατσιούλα = σκούφια
καρκαριέμαι = γελάω δυνατά
κλαπατσίγκανα = όργανα, ορχήστρα
καρκαλϊέται = κακαρίζει (η κότα ή «γιατί καρκαλιέσαι σαν κότα»)
κατώι = το ισόγειο του σπιτιού
καψερός= ο καημένος, ο κακομοίρης, ο αξιολύπητος
κότα (αρνητική σημασία)= δεν έχω το θάρρος
κουσουρ'= το ελάττωμα
κούμπλα = κορόμηλα
κουτουρού = στην τύχη
κουτσοδόντα (γιαγιά) = χωρίς δόντια
κοψίδ' = μικρό κομμάτι κρέας
καπίστρ = χαλινάρι
κουμάσι = γουρουνόσπιτο αλλά και «παλιάνθρωπος»)
κάμα = καύσωνας
κάμαρη = υπνοδωμάτιο
καμάρα = πόρτα
καμάρ' μου! = καμάρι μου ( η μάνα στο μικρό παιδί )!
καταψιά = γουλιά ή μπουκιά
κάτσαταν; = καθίσατε;
κάτσαμαν = καθίσαμε
κούντρισα = χτύπησα το κεφάλι μου
καρυδώνω = πνίγω
καστραβέτς = αγγούρι
κατρίθκα = μου έφυγαν τα ούρα συνήθως από γέλιο
κφάθκα = κουφάθηκα
«Κουραδίλας» = το όνομα του ποταμού που διασχίζει την πεδιάδα μας
κορατσίδ' = μικρό όχι και πολύ ώριμο πεπόνι
κνουπ' = κουνούπι
κυπριά = μεγάλα κουδούνια ζώων Ευρετήριο

Λ
λάιος = μαύρος
λάκσε = έφυγε
λακριντί = κουβεντολόι
λαμπογιάλι = λάμπα για φωτισμό του σπιτιού με φυτίλι και πετρέλαιο
λάχει (μη) = μην τύχει
λιανόματα = μικρά ξύλινα κομμάτια για προσάναμμα, μικρά νομίσματα
λαρώνω, γλαρώνω = ησυχάζω («τσώπα - λάρωσε»= μη μιλάς και ησύχασε)
λαβίδα = κουτάλι
λαήν' = λαγήνι
λελέκι ή λέλεκας = ο πελαργός
λυγιά = λυγαριά (στην καλαθοπλεκτική. Επίσης ένα κομμάτι της χρησιμοποιούνταν ως είδος σωφρονισμού για τα παιδιά-χτυπώντας τα με αυτό το λυγερό κομμάτι ξύλου που έτσουζε πολύ. Το ίδιο συνέβαινε και για τα ζώα που τα χτυπούσαν στα καπούλια για να τρέξουν περισσότερο)
λίμαξα = πείνασα
λίμπα = βαθύ σκεύος μαγειρικής
λυκοφαγωμένα ή λυκοσκισμένα = κατάρα για τα πρόβατα από το βοσκό
όταν δεν τον υπακούουν
λάκσα (πληθ. λακίσαμαν) = πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας
λούτσα (έγινα) = έγινα μούσκεμα, βράχηκα πολύ Ευρετήριο

Μ
μπλάξω = συναντώ με επιθετική διάθεση ( «μη σε μπλάξω πουθενά»)
μαγάρ'σ'= μολύνθηκε
μαγαρισμένος= ακάθαρτος, μολυσμένος
μολογάω = λέω , αφηγούμαι
μπιτ (είσαι) = τίποτα ή είσαι τελείως…ή «μπιτ για μπιτ» ή και «ντιπ για ντιπ»
μπραγάτσι= σκεύος μαγειρικής ή αποθήκευσης προϊόντων
μαβλάω = καλώ τα ζωντανά ή τα κατοικίδια
μαντρί = στάβλος
μάσε = μάζεψε
μασιάς= η μάσια (χρησιμεύει στο τζάκι για τα κάρβουνα και τη στάχτη)
μασκαράς= καρναβαλιστής, αλλά και ο παλιάνθρωπος («παλιομασκαρά!»)
μαργώνω = κρυώνω
μαρκούτσ' = Ξύλο, αντρικό όργανο, κάτι που δεν ξέρω πως δουλεύει,
όπως στις μέρες μας το τηλεκοντρόλ («φέρ'το μαρκούτς'»)
μεσοκόπκα = έντονος πόνος στη μέση από σήκωμα μεγάλου βάρους
μπούγιο = μεγάλος όγκος
μπάκακας = βάτραχος
μπάμπω = γιαγιά
μπιχλιμπίδια= στολίδια
μαξούμ' = μικρό παιδί
μανταλών' = μανταλώνωή κλειδώνω
ματσαλάω = μασάω
μπαϊλσιά = ζαλάδα («μου ρθε μπαϊλσιά»)
μπαΐλσια = ζαλίστηκα, κουράστηκα
μπακακάκι = βατραχάκι
μπακανιάρκο = το παιδί, πού έχει πρησμένη κοιλιά
μπακάνιασα = πρήστηκα, από το πολύ νερό, ποτό
μπαχτσές = το περιβόλι
μπατσάρα = πίτα από λάχανα και καλαμποκάλευρο
μπηχτοκέφαλα = με το κεφάλι κάτω
μπέλι = εργαλείο για τον κήπο, σαν φτυάρι αλλά ίσιο
μπελίζω = σκάβω τον κήπο με το μπέλι
μπέλισα = έσκαψα τον κήπο με το μπέλι
μπολιάζω = εμβολιάζω
μπονόρα = πρωί-πρωί ή νωρίς το πρωί
μπορμπότσιαλο = έντομο
μπομπότα = το ψωμί από καλαμπόκι
μπραστ = έφυγε γρήγορα
μοβόρος = ο κακός άνθρωπος
μουσαφραίοι = επισκέπτες
μουτσούνια = η μούρη, τοπρόσωπο
μπουνταλάς = αδέξιος
μπουχαρής = καμινάδα
μποτς = παγούρι
μποτίλια = γυάλινο μπουκάλι για νερό ή κρασί
μουλάρ= το ατίθασο τετράποδο αλλά και ο ισχυρογνώμων
μουσκάρ' = μοσχάρι και ο ανόητος
μαρκαλίσκαν = ζευγάρωσαν τα πρόβατα
μούντζα = φάσκελο
μαρμάγκα = αράχνη
ματζαφλάρ'= κάτι μακρύ
μούτεψα (τον μούτεψα)= τον διέλυσα
μπάτσαμαν (την) = την πατήσαμε
μπλούκι= μπουλούκι
μάτσο = μικρό δεμάτι
μαχαλάς = συνοικία
μπότσα ή γαλότσα = μπότα πλαστική
μπάτσα (η) , μπάτσο = χαστούκι Ευρετήριο

Ν
νομάτ' = άνθρωποι, άτομα
ντζιομανίκι = γκλίτσα, μαγκούρα
ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο
ντουμάνιασε= γέμισε καπνό
ντουγρού = κατευθείαν
νίβομαι = πλένομαι
νταούλιασε = μέθυσε
ντερλίκωσα = έφαγα του σκασμού
ντζιοπάνς = γιδοβοσκός
νέσπλο = μούσμουλο
νταβλαρώθκα = έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
ντάβανος = μεγάλο έντομο που τριγυρνά γύρω από τα ζώα
ντόρος= φασαρία
ντορός= ίχνη (« τον λύκο τον γλεπς , το ντορό ψάχνς») Ευρετήριο

Ξ
Ξ.Α.Ε.Ρ. = Ξυπόλυτη Αθλητική Ένωση Ριζοβουνίου (η ποδοσφαιρική μας ομάδα
ξάι και αξάι = το μερίδιο, σε σιτηρά, του μυλωνά
ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
ξεμεσιάσκα = έντονος πόνος στη μέση από δουλειά ή μεγάλο βάρος
ξεμπλιέτσωτο = γυμνό
ξεσκριούμπιασα = ξεδίψασα
ξετσαουλιάσκα = μου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι από
απότομη κίνηση ή χτύπημα
ξετσουτσιούνιασες = απέκτησες θάρρος, μεγάλωσες απότομα
ξεμουτσουνιάσκαν = μάλωσαν έντονα με πληγές στο πρόσωπο ή
τράκαραν μετωπικά
ξεμοτόχου = αποκλειστικά
ξίκι να γίν' = κομμάτια να γίνει
ξιώσεμαι = ξύσε με
ξεκούτιανε = αποβλακώθηκε
ξεβγάζω= πλένω τα ρούχα δεύτερο χέρι και ξεπροβοδίζω
ξερόγκιασα (το χωράφι)= το καθάρισα καλά από άγρια φυτά και πέτρες
κι άνοιξα γύρω-γύρω αυλάκια να φεύγει το νερό
ξεσφαΐσου = φύγε πιο πέρα γιατί με κούρασες
ξεταή = εξέταση
ξεψειριάσω («έλα να σε ξεψειρίσω») = να σου βγάλω τις ψείρες
ξυλόσβαρνα = ξύλινη σβάρνα τριγωνικού σχήματος για τρίψιμο του
χώματος μετά το όργωμα που την έσερναν ζώα. Πάνω της έμπαινε ο
γεωργός και για περισσότερο βάρος έβαζαν σακιά με χώμα ή
έμπαιναν και παιδιά «φυσικά για να παίξουν»
ξυλιές = τιμωρίες των μεγάλων (γονέων ή δασκάλων) προς τα παιδιά για
συμμόρφωση ή για να διαβάσουν
ξώπετσα = επιφανειακά Ευρετήριο

O
ούι = επιφώνημα που συνήθως εκφράζει έκπληξη ή αλίμονο
όργο (έναν) = όργωμα («χρειάζεται έναν όργο ακόμη»)
ορμήνιες = συμβουλιές
όρσε ή ουρίστ' = μάλιστα, εντάξει, ορίστε
ούλοι= όλοι
οχτρός = εχθρός
οψές = χθες Ευρετήριο

Π
παγανά = καλικάντζαροι
παλιοζαγάρ'= βρισιά π.χ. για το αδέσποτο σκυλί αλλά και «παλιόπαιδο ή ο τιποτένιος»
παπαδούλες ή παπαδίτσες= ποπ-κορν
παρμάρα = πάθηση και για τους ανθρώπους (παράλυση) και για τα ζώα (παρμός = αγαλακτία) και ιδίως για την υποψήφια νύφη κάτι που θα σήμαινε ότι δεν ήταν ικανή για τις δουλειές του σπιτιού, άρα όχι καλή για νύφη στο συνοικέσιο
παχνιάζω = βάζω στα παχνιά δηλ. στη φάτνη (= ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή) ξηρό χόρτο ή σιτηρά για να φάνε τα ζώα
παχνί (το) = η φάτνη
παρτσιακλό = αδέξιος, χαζούτσικος
πλατσιανάω = πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά
πλάτσα-πλούτσα = ήχος που βγαίνει περπατώντας ή παίζοντας στη λάσπη ή σε βρεγμένο δρόμο
πλερωμέν' = πληρωμένο
πλομάτσα = στρώμα
πομποσιά, πουμποσιά = ασφυξία
πούντα = μεγάλη παγωνιά
πουμπόθκα = πνίγηκα - δεν μπορώ να πάρω ανάσα
προψές = προχθές
πριτσιαλίσκαν; = ζευγάρωσαν; ( για τους τράγους και κατσίκες)
πρατίνα = προβατίνα
πσλά = ψηλά
πράματα = τα πρόβατα, γενικώς τα ζώα αλλά και τα χρήσιμα αντικείμενα του σπιτιού
πετσί ή πέτσα = επιδερμίδα,
πετσώνω = καλύπτω επιφάνεια
πετσί μου (μου σκώθηκε) = ανατρίχιασα
πετρόβεργο = πλάστης για πίτες
πισωκάπ'λα= καβαλίκεμα πίσω από τη σέλλα ή το σαμάρι ,στα καπούλια του ζώου
πονιάζομαι = τρώω (πονιάσου!= φάε!)
πάφλας (πληθ. παφίλια) = τενεκές τσίγκινος
πεταστή = λαγάνα
πααίνω στα γκαβ = πάω στα τυφλά
πθαμή = παλάμη
πρέντζα = μυζήθρα ή ανθότυρο
παλάντζα = ζυγαριά
παρασάνταλος = άτσαλος, ακατάστατος
πατικώνω = γεμίζω το σακί με οτιδήποτε και πατώντας το δυνατά
παστρεύομαι = καθαρίζομαι
πλι και πλιά = πουλί και πουλιά.
πλια: πια

περδικλώνομαι= σκοντάφτω
περδικλώθκα = σκόνταψα
πυρουστιά= πυροστιά (τριγωνικός σιδερένιος τρίποδας για το βράσιμο)
πνετικός= συμπονετικός
πριμούρα = πρεμούρα = φούρια ,βιασύνη, ιδιαίτερος ζήλος για κάτι
πουλακίδα ή πλακίθα = μικρή κότα
πουρνό-πουρνό = πρωί-πρωί
ποριά= πόρτα κήπου, χωραφιού
πυρώσου = να ζεσταθείς κοντά στο τζάκι Ευρετήριο

P
ράισε = ράγισε
ρούσος = ξανθός , κοκκινομάλλης
ρουπώνω = χορταίνω, ρούπωσα = έφαγα πολύ
ρέκαξα = έκλαψα σπαρακτικά( «γιατί ρεκάζ' έτσι»)
ροβόλα = προχώρα προς τα κάτω
ρόκα = καλαμπόκι Ευρετήριο

Σ
σαλαγάω= κατευθύνω με φωνές το κοπάδι για βοσκή
σάματι= μήπως
στούμπσα (το δάχλο)= χτύπησα στο δάχτυλο, κάτι μου το πίεσε δυνατά
σιαδώ, τσιάδω = προς τα δω
σιάδι = ίσιο, επίπεδο
σιδερόσβαρνα= σιδερένια σβάρνα για ίσιωμα του πρωτύτερα οργωμένου χωραφιού
σάλα = σαλόνι
σαπέρα = προς τα πέρα
σαδώθε= προς τα δω
σιακεί = προς τα κει
σιάζει = φτιάχνει, τακτοποιεί
σιάκστο = τακτοποίησέ το ή φτιάξε το
σιαπάν= προς τα πάνω
σκλι = σκυλί
σκυλοτρώγονται= μαλώνουν
σκύλα = θηλυκό σκυλί αλλά και κακιά γυναίκα
σκνί = σχοινί
σκρόφα= θηλυκό γουρούνι, γυναίκα μειωμένης ηθικής
σφρουτζούλατο = πέτα το
σκαφίδα = μακρόστενη ξύλινη λεκάνη για ζύμωμα ή πλύσιμο των ρούχων
σαφρακιασμένο = το αδύναμο, το κακόμοιρο
στούμπος = μεγάλη σκληρή πέτρα, ξεροκέφαλος
σιούτα= γίδα χωρίς κέρατο
σιέρπετο = φίδι (ή άσχημη γυναίκα)
σκαπετώ = φεύγω , χάνομαι, πετάω κάτι μακριά
σκαπέτσε= έφυγε γρήγορα ,εξαφανίστηκε, το πέταξε μακριά
σκαπετήσ' (να το)= να το πετάξεις μακριά
σκαρίζω= πηγαίνω το κοπάδι για βοσκή τη νύχτα
σκάρσε = πήγε για σκάρο, τρελάθηκε
σκάρος = από το σκαρίζω
σκιάζομαι = φοβάμαι
σκουτιά = μάλλινα ρούχα
συμπάω = ανακατεύω τα ξύλα να δυναμώσει η φωτιά
σφαχτό = το ζώο για σφαγή
σφουγγάω = σκουπίζω
σαρμανίτσα = κούνια
σκλέντζα = είδος παιχνιδιού
σκορδοκαΐλα μου = σκασίλα μου ή δε με νοιάζει
σιουρμανάω = σφυρίζω δυνατά
σκόπ' = ραβδί-μπαστούνι
σούρλα = μύτη
σούρτα - φέρτα = («ας τα σούρτα-φέρτα»)
σουλουπώσ' = τακτοποίησε τα ρούχα σου
σιούρξε = τρελάθηκε
σπολλάτη = (από το «εις πολλά τα έτη»), μπράβο, ευχαριστώ (ειρωνικά)
σταλίζω = βάζω τα πρόβατα σε σκιά το μεσημέρι
στερν'ς = στέλνεις
στερνότερος = ο πιο τελευταίος
στούμπος= μεγάλη σκληρή πέτρα αλλά και ξεροκέφαλος
στοιχειό = μεγάλο φίδι, φάντασμα
στ'μπλατ' = στην πλάτη
συγνεφα = σύννεφα
συγυρίζω = ταχτοποιώ
συχαρίκια ή σχαρίκια = συγχαρητήρια για τη βάφτιση και την
ονοματοδοσία του παιδιού, από τα παιδιά του χωριού προς τους νέους
γονείς με τα αντίστοιχα χρήματα σε όποιον πληροφορούσε πρώτος για το όνομα
σώνω = φτάνω κάπου, προφταίνω
σκαμνιά = μουριά
σκάμνα = μούρα Ευρετήριο

T
ταή= η τροφή για τα ζώα
τέντζερης =χάλκινη κατσαρόλα
τένες = αθλητικά παπούτσια
τρανή = γιαγιά
τρανός = ο παππούς, ο σπουδαίος, ο δυνατός σε εξουσία, σε δύναμη
τσαντίλες = ύφασμα ειδικό για το στράγγισμα του τυριού από το τυρόγαλο
τσαρναράει = στάζει - τρέχει νερό
τσαχπινογαργαλιάρες ή χαϊδιάρες = γυναίκες μειωμένης ηθικής
τσι-ε-κλίσκα = σκίστηκα (στα γέλια) αλλά και γρατσουνίστηκα
τσιούγκρα τον = σκούντησέ τον
τηράω, τράω = κοιτάζω
τρίψα = το συνηθέστερο πρωινό των αγροτών (γάλα με τριμμένο ψωμί,
άλλοι προσθέτουν ζάχαρη , άλλοι αλάτι σε βαθύ πιάτο)
τριτάρκο = σύστημα διαχωρισμού της σοδειάς όπου το ένα μερίδιο το
έπαιρνε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού και τα άλλα δυο ο καλλιεργητής
τλούπα = ποσότητα μαλλιού στη ρόκα για γνέσιμο
τσιανάκα = σκεύος φαγητού
τσιακίσκα = χτύπησα σοβαρά
τσιρπούλι = μικρό πουλί
τσ'είπα = της είπα
τσιοκανάω = χτυπάω
τσιόνια = σπουργίτια
τσουρουφλίσκα = κάηκα
τσακμάκι = αναπτήρας
τσιβούρα = η πάχνη
τσιόκος ή τζιόκος = το αρσενικό γεννητικό όργανο ή αγύριστο κεφάλι
τλώνω (αόριστος τίλωσα) = γεμίζω ασφυκτικά
τίγκα = γεμάτο όσο δεν παίρνει άλλο, γεμάτο μέχρι πάνω
τσέρλα και τσίρλα = διάρροια
τσιαούλια = σαγόνια
τσιουρέπια = πλεχτές μάλλινες κάλτσες
τσιαΐρ' = κομμάτι γης ακαλλιέργητο Ευρετήριο

Φ
φαρμακώθκα = στεναχωρήθηκα
φκιάρ' = φτυάρι
φκιάνω= κάνω, κατασκευάζω κάτι
φάνταλο ή φούσκο = χαστούκι
φουρόσκοπο = ξύλο μακρύ για τους φούρνους με αντοχή στη φωτιά
φουρτούλξα = πέταξα
φαμπλιά = φαμίλια , οικογένεια
φρουτζούλα το ή σφρουντζούλα το = πέταξέ το πολύ μακριά
φσέκι (έγινε)= μέθυσε Ευρετήριο

X
χλιάρ = χουλιάρι, κουτάλι
χλεμπονιάρης-α = κιτρινιάρης -α, αρρωστιάρης-α
χαλεύω = θέλω, ζητάω
χαμπλός = χαμηλός
χαραή = χαραυγή, χάραμα
χαψιά= μπουκιά
χινόπο-υ-ρο = φθινόπωρο
χαΐρ' = προκοπή
χάρβαλο= κατεστραμμένο, ετοιμόρροπο
χουλιάστρα ή κουλιάστρα = γαλακτοκομικό προϊόν
χουνί ή χνί = το χωνί
χουιάζω = φωνάζω
χάθκαμαν = χαθήκαμε
χνύπα = σκνίπα
χτικιό= φυματίωση («κακό χτικιό να σε βάργε!»)
χυμονικό = καρπούζι   Ευρετήριο                                     

Ψ
ψιτ = ήχος καλέσματος για κάποιον που βρίσκεται κοντά  
ψιλολέλεκας = ψιλόλιγνος  Ευρετήριο
                                                                      
Ω
ω,ωι,ωι,,,,, = επιφώνημα του τι έπαθα ή πόνου         Ευρετήριο


Εκτυπώστε τη σελίδα.


Επιστροφή στο περιεχόμενο | Επιστροφή στο κύριο μενού UA-31904269-1