Ριζοβούνι Πρέβεζας

Αναζήτηση
Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κύριο Μενού

Χριστούγεννα

Λαογραφικά




Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια

Χριστούγεννα
Ιστορικά Στοιχεία


Μέχρι το 10ο αιώνα, όποτε και καθορίστηκε η ημερομηνία των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση η δημόσια γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμήν του θεού Ήλιου. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού ο αυτοκράτορας αντιπροσωπεύοντας το θεό Ήλιο, έπαιζε μια παραδοσιακή παντομίμα. Εμφανιζόταν με φωτοστέφανο στο κεφάλι δηλαδή με το αρχικό έμβλημα του θεού Ήλιου. Η γέννηση του Χριστού μέχρι τότε εορτάζετο στις 6 Ιανουαρίου. Εκείνη τη μέρα, σε μια από τις αίθουσες ακρόασης του μεγάλου παλατιού, μπροστά σε συγκέντρωση επίσημων, ο αυτοκράτορας έδινε στους αξιωματούχους που είχαν πρόσφατα ανακηρυχθεί ή προαχθεί, τα διπλώματά τους, τα διακριτικά τους και εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο όμοιες με εκείνες που σήμερα είναι γνωστές ως υπατικά δίπτυχα. Οι αξιωματούχοι προπαρασκευάζονταν για την τελετή αυτή με νηστεία από την προηγούμενη μέρα, έπαιρναν δε τα διπλώματά τους από τον αυτοκράτορα γονατίζοντας μπροστά του.



Πρωτοχρονιά

Ρωμαίοι και Βυζαντινοί


Η πρώτη μέρα του έτους λεγόταν kalendae
από τους Ρωμαίους. Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά μονάχα από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέχτηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων. Στην αρχή το ρωμαϊκό έτος άρχιζε την πρώτη Μαρτίου και μόνο το 153 π.Χ. άρχισε να θεωρείται Πρωτοχρονιά η 7η Ιανουαρίου, όταν καθιερώθηκε το χρόνο αυτό οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους να αναλαμβάνουν καθήκοντα την ημερομηνία αυτή. Η 1η Σεπτεμβρίου ορίστηκε σαν αρχή του θρησκευτικού έτους το 313 και διατηρήθηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι, όπως περάσει κανείς την Πρωτοχρονιά, έτσι θα περάσει ολόκληρο το χρόνο. Γι’ αυτό την ημέρα αυτή προσπαθούσαν να την περάσουν με ευχάριστο τρόπο. Πολλοί μεταμφιέζονταν σε ζώα (καμήλες, τράγους, ελάφια) και γύριζαν στα σπίτια με πηδήματα, χορούς και τραγούδια. Όσους συναντούσαν τους πείραζαν με διάφορα αστεία. Τα παιδιά περίμεναν την Πρωτοχρονιά με λαχτάρα. Μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων, κρατώντας στα χέρια τους ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι. Εκείνοι κάρφωναν επάνω στο φρούτο ένα νόμισμα, τη «στρήνα». Τα παιδιά, για τον μποναμά που έπαιρναν, έδιναν ευχές κι ένα φιλί.


Το «ποδαρικό
» της Πρωτοχρονιάς και τα γούρια.


Το πρωί της Πρωτοχρονιάς
, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία , ντυμένοι όλοι με τα καλά τους ρούχα για να παρακολουθήσουν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούν το νέο χρόνο, καλό κι ευλογημένο. Ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν, δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του. Έτσι θα είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί ποδάρι, σπάζει το ρόδι (ρόιδο) πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι , τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά"
Συνηθίζεται από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να καλούν οι νοικοκύρηδες στο σπίτι τους πρόσωπα που θεωρούν καλότυχα. Μόλις μπει στο σπίτι ο επισκέπτης που κάνει «ποδαρικό»
, οι νοικοκύρηδες τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι «σιδερένιοι» και γεροί μέσα στο σπίτι κατά τη διάρκεια του νέου χρόνου. Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει «ποδαρικό» για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ό,τι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.
Αν ανήμερα την Πρωτοχρονιά έχει λιακάδα, η παράδοση λέει ότι ο καιρός θα είναι ο ίδιος σαράντα μέρες. Λένε: "Τ' άλιασε η αρκούδα τα αρκουδάκια της, δε θα 'χουμε χειμώνα βαρύ". Αν όμως ο καιρός είναι άσχημος την Πρωτοχρονιά, σύμφωνα με την παράδοση, θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή σαράντα μέρες θα έχουμε βαρυχειμωνιά.
Ο καθαρός ουρανός το πρωί της Πρωτοχρονιάς σήμαινε καθαρή χρονιά, δηλαδή χρονιά χωρίς αρρώστιες.
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά. 'Oλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ό,τι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο.
Ένα φυτό επίσης που βάζουμε στα σπίτια μας αυτές τις μέρες, για να φέρει καλή τύχη και προστασία, είναι η αγριοκρεμμύδα (Scilla maritima). Από τον 6ο π.χ. αιώνα ο Πυθαγόρας θεωρούσε την αγριοκρεμμύδα σύμβολο καλής υγείας και αναγέννησης. Ακόμα κι αν ξεχαστεί σε μια γωνιά του σπιτιού, αυτό το φυτό θα βγάλει νέα φύλλα αυτή την εποχή και θα αρχίσει ένα νέο κύκλο ζωής.

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην Ήπειρο και στο χωριό μας.


Η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ήπειρο ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από την γιορτή του Αγίου Ανδρέα, όπου οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια, με καλαμπόκι κι άλλα όσπρια. Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές της Ηπείρου, συνήθιζαν να φτιάχνουν τηγανίτες. Ακόμη έπλαθαν κουλούρια κι έφτιαχναν γλυκά και πίτες. Τις τηγανίτες τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Την παραμονή, τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές να πούνε τα κάλαντα.
Το πρωί της παραμονής οι γυναίκες έφτιαχναν κουλούρια και πίτες. Καθάριζαν το σπίτι, τις αυλές και τα σοκάκια, για να περάσει αργότερα ο παπάς. Ο παπάς, κατά το έθιμο, περνάει απ’ όλο το χωριό και αγιάζει τους κατοίκους, όλες τις εγκαταστάσεις του σπιτιού και τα ζώα. Απ’ όπου περνούσε παλαιότερα ο παπάς, όλοι έριχναν μέσα στο κατσαρολάκι, ένα νόμισμα (συνήθως δίδραχμο, τάλιρο, ή δεκάρικο).
Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανείων όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και σε παγούρια, γκιούμια, μπουκάλια, τσουκάλια και κανάτια, έβαζαν καθαρό νερό για να αγιαστεί. Πρόκειται για το περίφημο «Αγίασμα
». Αυτό είναι ένα έθιμο που διατηρείται και στις μέρες μας.Όταν γύριζαν στα σπίτια, έπιναν όλα τα μέλη της οικογένειας από το νερό, ράντιζαν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους. Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό.
Όσον αφορά τη γιορτή του Αϊ- Γιάννη που ακολουθεί, άναβαν τις γνωστές «τζαμάλες» για να φύγουν οι καλικάτζαροι και τα κακά δαιμόνια, όσα φυσικά δεν … είχαν φύγει από την αγιαστούρα του παπά τα Θεοφάνεια. Αυτό το έθιμο διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ηπείρου, όπως τα Γιάννινα.
Tα καρύδια: είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης, με τη σειρά του, και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
Το αναμμένο πουρνάρι: κατά την παράδοση, όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, στο δρόμο τους βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Έτσι, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, είθισται να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Στα Γιάννινα γίνεται κάτι παρόμοιο: κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπουν στο σπίτι και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.


Δέντρο ή Καραβάκι;



Ο στολισμός
του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι έθιμο με ξενική προέλευση και λέγεται πως στην Ελλάδα το εισήγαγαν οι Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β' παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Οι απαρχές του εθίμου αυτού ανάγονται στον 8ο αιώνα μ.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Άγιος Βονιφάτιος θέλησε να εντάξει το χριστιανικό Χριστουγεννιάτικο δέντρο στις συνήθειες των ημερών αυτών προσπαθώντας να αντικαταστήσει παλαιότερα ειδωλολατρικά έθιμα, που είχαν να κάνουν επίσης με δέντρα. Ο στολισμός του δέντρου με κεράκια καθιερώθηκε αργότερα, από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ' όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.




Το καραβάκι
: σε ένα μόνο σημείο φαίνεται να υπάρχει σύνδεση καραβιού και γιορτών. Σύμφωνα με την κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη,διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τα παιδιά των νησιών στις Κυκλάδες αλλά και σε ολόκληρο το Αιγαίο, και των παραθαλάσσιων περιοχών της χώρας κατασκεύαζαν με χαρτί και ξύλο ένα ομοίωμα καραβιού, το στόλιζαν με χρωματιστά χαρτιά και σχοινιά και με αυτό γυρνούσαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Στο καραβάκι αυτό τα παιδιά φύλαγαν τα γλυκίσματα και τα χριστόψωμα που έπαιρναν ως φίλεμα από τους νοικοκύρηδες, αφού τους είχαν τραγουδήσει τα κάλαντα:

Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, καράβι ν' αρματώσεις
Και τα σκοινιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις...


Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, όπως επισημαίνει ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος, αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα. Για το λόγο αυτό, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα.
Εντούτοις, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συζητήθηκε έντονα στη χώρα μας το ζήτημα κατάργησης του χριστουγεννιάτικου δέντρου και αντικατάστασής του από το καράβι, δεδομένου ότι αυτό συνδύαζε την παράδοση με την οικολογική συνείδηση. Το ζήτημα βεβαίως δεν ήταν τόσο απλό, καθώς παρουσιάστηκε αδιάσειστη επιχειρηματολογία και από τις δύο πλευρές, με αναφορές σε οικολογικά ζητήματα και προτάσεις από ειδήμονες για χρήση φυτών και δέντρων, πλην του ελάτου. Τα μύρτα, τα σκίνα, οι κουμαριές, η ερυθρελάτη και το καραβάκι με τη γοργόνα προτάθηκαν ως εναλλακτικοί τρόποι χριστουγεννιάτικου στολισμού, άλλοτε με επιχειρήματα με οικολογικό ενδιαφέρον, εφόσον η πλούσια χλωρίδα της ελληνικής γης δεν περιορίζει στην αποκλειστική επιλογή του ελάτου και άλλοτε με ένα εμφανές πάθος για τη στατική κατάσταση της παράδοσης. Το καραβάκι άρχισε λοιπόν να υποκαθιστά το δέντρο ακόμη και σε στολισμούς πλατειών.
Η αντίθετη άποψη ακουγόταν χαμηλόφωνη και μάλλον παράφωνη, άλλο εάν τελικά δικαιώθηκε μακροπρόθεσμα. Η προσέγγιση της πλευράς αυτής στηρίχθηκε στο θέμα της λανθασμένης κοινής αντίληψης για την καταστροφική υλοτομία των ελάτων, στην ελεγχόμενη καλλιέργεια δέντρων, με αποκλειστικό σκοπό την κοπή και τη χρήση για το χριστουγεννιάτικο στολισμό και στο ισχυρό επιχείρημα της εξ Ανατολής καταγωγής του δήθεν ξενικού για τα ελληνικά δεδομένα εθίμου. Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος, τονίζοντας τον αιώνιο αναβλαστικό συμβολισμό του χριστουγεννιάτικου δέντρου, τον σχετικό προς το αναγεννητικό περιεχόμενο της θρησκευτικής γιορτής και εξαίροντας τη σημασία του δέντρου, ως θεμελιωτικού παράγοντα σπουδαίων για την οικογένεια εννοιών. Πράγματι, το χλωρό κλαδί πάντα έμπαινε στο ελληνικό σπίτι τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, για να φέρει την ελπίδα για την καινούρια ανθοφορία. Για τον παραδοσιακό άνθρωπο, εξάλλου, η λαμπρότητα, ο εξωτισμός, το φαντασμαγορικό θέαμα, η γραφικότητα και η τελετουργικότητα αποτελούν τεκμήρια αποδοχής, υιοθέτησης βίωσης και αναβίωσης εθίμων.
Καθώς λοιπόν τόσο το καράβι όσο και το δέντρο έχουν ρίζες στην ελληνική παράδοση και ικανοποιούν συνάμα τη λαϊκή ψυχή, η οποία καθορίζει τελικώς και την τύχη των στοιχείων ενός παραδοσιακού πολιτισμού, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν, ανάλογα με την αισθητική του καθενός. Και κλείνουμε με την τοποθέτηση του καθηγητή Λουκάτου: «…το καράβι δεν θα πρέπει (ούτε μπορεί) ν’ αντικαταστήσει ολότελα το δέντρο, ως χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Το καράβι συντρόφευε παλιότερα, σαν φαναρένιο φωτισμένο τεχνούργημα, τα κάλαντα των παιδιών, στα νησιά. Αντίστοιχα, τα παιδιά της στεριάς και των βουνών τεχνουργούσαν φωτισμένη βυζαντινή εκκλησία, που την έλεγαν Αγιά Σοφιά. Το κλαδί και η πρασινάδα υπήρχαν πάντα στη γενική διακόσμηση των σπιτιών. Ώστε το λεγόμενο “ξενόφερτο” χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν μια πολιτιστική (και εμπορική) τελειοποίηση της γενικής αγάπης των χειμερινών ωρών προς το πράσινο (κάθε άλλο παρά προς το καράβι και τη θάλασσα). Δεν μπορούμε λοιπόν να καταργήσουμε το οποιοδήποτε σχηματικό δέντρο (…), πολύ περισσότερο που οι ευχετήριες κάρτες μας έρχονται απ’ όλον τον κόσμο με το συμβολικό δέντρο. Πώς θα εξηγήσουμε στα παιδιά την αντίφαση; Ας μένουν παράλληλα τα διακοσμητικά καράβια (…) χωρίς ανταγωνισμό, και “εκτόπιση” του παγκόσμια αποδεκτού δέντρου».

Το Χριστόξυλο:
πρόδρομος του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι το Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτης ή Σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο δηλαδή από αχλαδιά ή αγριοκερασιά. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί μας τοποθετούσαν το Χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό. Το Χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας , από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το Δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο , για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ . Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα. Πριν το ρίξουν στη φωτιά, το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή με ξηρούς καρπούς, που τα παιδιά χύνονται να τα μαζέψουν. Αλλού βάζουν δύο ή τρία ξύλα· το ένα από ίσιο αρσενικό δέντρο, π.χ. κέδρο, που συμβολίζει το νοικοκύρη του σπιτιού. Το δεύτερο, θηλυκό πάντοτε, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, συχνά με παραφυάδες, που συμβολίζει τη νοικοκυρά


Ο Άγιος Βασίλης

  



 Την ημέρα του Αγίου Βασιλείου (πρωτοχρονιά) έχουμε την προσμονή ενός ταπεινού αγίου με τα μαύρα γένια και το σκούρο φτωχό ράσο, που έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα (βγάζουμε ένα του Χριστού, ένα της Παναγίας, ένα του αγίου Βασιλείου, ένα του φτωχού, ένα του σπιτιού, και μετά τα δικά μας –αν πέσει το φλουρί του Χριστού, της Παναγίας ή του αγίου Βασιλείου, το δίνουμε στην εκκλησία).
Αυτός είναι ο Άγιος Βασίλειος, ο φιλάνθρωπος επίσκοπος του 4ου αιώνα μ.Χ., ο άνθρωπος των γραμμάτων ο ταπεινός και θαυματουργός (ένας από τους Τρεις Ιεράρχες), και όχι ο πονηρούλης Santa Claus που εισήχθη από την Αμερική για να διαφημίσει αναψυκτικά και την πραμάτεια των εμπόρων. Καλός είναι κι αυτός (με την άσπρη γενειάδα και το βαθύ γέλιο και την ταλαιπωρία του –λόγω κοιλίτσας– να χωρέσει από τις καμινάδες) αλλά ο ορθόδοξος άγιος, είναι πιο πνευματικός, λιγότερο διαφημιστικός αλλά όχι λιγότερο αξιαγάπητος.



Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο Santa Claus, ο ευρωπαϊκός «Πατέρας των Χριστουγέννων», αντιστοιχεί στον άγιο Νικόλαο και για όλες τις χώρες (εκτός από την Ελλάδα) επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα. Εμείς τον δεχόμαστε την πρωτοχρονιά, γιατί είναι η μέρα της εορτής του Αγίου Βασιλείου, που είναι ο δικός μας «Πατέρας των Χριστουγέννων». Η μορφή του Santa Claus που ξέρουμε πλέον όλοι διαμορφώθηκε από τον Αμερικανό σκιτσογράφο Τόμας Ναστ το 1862, με βάση παλαιότερες ευρωπαϊκές παραδόσεις, ενώ το κόκκινο χρώμα της στολής του το πήρε εξαιτίας του κόκκινου χρώματος γνωστού αμερικάνικου αναψυκτικού που χρησιμοποίησε τη μορφή του σε διαφημίσεις. Αρχικά ήταν ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Πλέον, ο Άγιος Βασίλης, για τα παιδάκια στην Ελλάδα αποτελεί έναν συμφυρμό των δύο εκδοχών-συμβόλων: του Βασίλειου που μας επισκέπτεται την Πρωτοχρονιά και της μορφής του Santa Claus με την κόκκινη στολή.

Η βασιλόπιτα


Η πίτα
, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και που κόβεται σε πανηγυρική συγκέντρωση των μελών της οικογένειας ή και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα.
Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρεύονταν στην Ελλάδα) και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας...
Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Και η ιστορία της έχει ως εξής. Ο Μ. Βασίλειος, για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα τιμαλφή, για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει, για να μην λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν. Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίττες - ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μαζευτεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του τύχαινε. Πάρα πολλά έτυχαν και στα παιδιά... (περισσότερα παρακάτω: παραδοσιακά γιορτινά εδέσματα).

Θεοφάνεια
Παραδόσεις των Θεοφανείων - Αγιασμός των Υδάτων


Η τρίτη γιορτή του 12ημέρου είναι τα Θεοφάνεια ή τα Φώτα που μαζί με την ημέρα του Αγιασμού και του Άη Γιάννη κάνουν ένα τριήμερο γιορτής των νερών.Στις 6 Ιανουαρίου γιορτάζεται η Βάπτιση του Χριστού. Αυτή τη μέρα τη λέμε Θεοφάνεια ή Φώτα. "Θεοφάνεια" γιατί κατά τη διάρκεια της βάπτισης του Χριστού εμφανίστηκε η Αγία Τριάδα, ο Πατέρας, ο υιός και το Άγιο Πνεύμα με μορφή περιστεριού. Και "Φώτα" γιατί οι χριστιανοί που βαπτίζονταν ομαδικά εκείνη τη μέρα, φωτίζονταν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Για μας σήμερα είναι μια ειδική τελετή για τον αγιασμό των υδάτων. Σε λιμάνια, ποτάμια και δεξαμενές, ο κόσμος συγκεντρώνεται μαζί με τον Ιερέα που ρίχνει τον Τίμιο Σταυρό στα νερά. Κολυμβητές, κυρίως νέοι, βουτούν στα κρύα νερά και συναγωνίζονται για το ποιος θα πιάσει το Σταυρό και θα τον επιστρέψει στον Ιερέα παίρνοντας τις ευχές της Εκκλησίας. Την παραμονή των Θεοφανείων ο Ιερέας περνά από όλα τα σπίτια για να τα αγιάσει και οι άνθρωποι νηστεύουν για να πιούν τη μέρα των Θεοφανείων τον Μεγάλο Αγιασμό. Με αυτόν θα ραντίσουν τα σπίτια, τα ζώα και τα κτήματα για να έχουν καλή σοδειά.

Κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων



(Νικηφόρος Λύτρας, Κάλαντα, 1872)


Τα κάλαντα
είναι ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι δυο μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο. Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή την νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ο νοικοκύρης τα ανταμείβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες. Κάλαντα λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα. Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Βρήκαν, μάλιστα, αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Άλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.

Κάλαντα Χριστουγέννων

Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,
το Δόξα εν υψίστοις,
και τούτο άξιον εστί,
η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται,
τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,
χωρίς να λείψει ώρα.
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ,
με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός,
να πάν να τον ευρούσι.

Κάλαντα Χριστουγέννων Ηπείρου

Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν' αλλάξουμε.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.
Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε

Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν' αλλάξουμε

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς


Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ΄ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, άρχοντες τον κατέχετε,
από την Καισαρεία, ζησ΄ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, με το Χριστό το Λυτρωτή,
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει.
Και του χρόνου! Καλή χρονιά!


Κάλαντα των Φώτων


Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί
και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ - Γιάννη παρακαλεί:
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ν΄ ανέβω πάνω στον ουρανό,
Να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή,
έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί.
Ν΄ αγιαστούν οι κάμποι και τα νερά,
Ν΄ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.


Καλικάντζαροι




           "Είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι κι άσκημοι και πολύ ψηλοί και φορούν σιδεροπάπουτσα", πιστεύουν μερικοί. Για άλλους είναι "μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα". Άλλοι πάλι τους θέλουν "κουτσούς, στραβούς, μονόμματους, μονοπόδαρους και πολύ κουτούς... Η θροφή τους είναι σκουλήκια, βαθράκια, φίδια κ.ά. Μπαίνουν στα σπίτια απ' την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό".
           Τα ονόματα που τους έχουν δώσει είναι ποικίλα, ανάλογα με τον τόπο: λυκοκάντζαροι, καρκαντζόλοι, καψιούρηδες, καλιοντζήδες, μνημοράτοι, (π)αρωρίτες, κολοβελόνηδες, πλανητάροι, τσιλικρωτά, παγανά, είναι μερικά απ' αυτά.
Όλο το χρόνο οι καλικάντζαροι ζουν κάτω απ' τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει, είτε πελεκώντας το με τσεκούρια είτε ροκανίζοντάς το με τα μακριά και σουβλερά τους δόντια. Μα εκεί που λίγο θέλει να πέσει το δέντρο, να γκρεμιστεί μαζί του κι η γη, να σου και φτάνουν τα Χριστούγεννα. Τότε οι καλικάντζαροι ξεχύνονται στον Απάνω Κόσμο μέχρι τα Φώτα. Όταν ξαναγυρίζουν στα σπλάχνα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο πάλι και ξαναρχίζουν το ροκάνισμα μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.

      


            Και τι δεν κάνουν οι καλικάντζαροι, σαν ξεπροβάλλουν ένας ένας απ' τις τρύπες τους πάνω στη γη· έτσι και νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στο χωριό μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ' όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί! Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές. Στα σπίτια μπαίνουν απ' την καπνοδόχο και σαν πατήσουν το πόδι τους, αρχίζουν ν' ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μα το πιο πολύ που θέλουν είναι να μαγαρίσουν τα φαγητά των ανθρώπων.
           Ωστόσο κανένα κακό δε στάθηκε στον κόσμο, που ο άνθρωπος να μην προσπάθησε να βρει την γιατρειά του. Έτσι και εδώ. Η καλή νοικοκυρά θα συμμαζέψει πρώτα μέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω. Θα βάλει στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα κόσκινο. Ο καλικάντζαρος και περίεργος είναι και "μπιτ για μπιτ κουτός". Μόλις το δει, στέκεται κι αρχίζει να μετράει τις τρύπες του· ένα δύο! Ένα δύο! Ένα δύο! Παρακάτω δεν ξέρει να μετρήσει, γιατί μπερδεύεται ή δεν τολμάει να πει το "τρία". Έτσι χάνει την ώρα του, γιατί έχει πια ξημερώσει και σαν λαλήσει ο πρώτος πετεινός πρέπει να εξαφανιστεί. Δεν είναι ο μόνος τρόπος το κόσκινο· μπορούν να κρεμάσουν το κατωσάγονο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, να κάψουν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στη φωτιά κι ο καπνός κι οι κρότοι απ' το αλάτι θα διώξουν μακριά τους καλικάντζαρους. Άλλοι δένουν στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί (τούφα) λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, έφτασε το ξημέρωμα κι όπου φύγει φύγει. Τους πιάνουν και με το καλό προσφέροντάς τους γλυκά και τηγανίτες, που τα πετάνε στην καπνοδόχο.
       Όμως εκείνο που τρέμουν και φοβούνται περισσότερο -το πιο σίγουρο μέσο για να γλιτώσεις απ' τους καλικάντζαρους- είναι η φωτιά. Αυτή τους διώχνει μακριά. Μέρα και νύχτα, λοιπόν, όλο το Δωδεκαήμερο, η φωτιά δε σβήνει στην οικογενειακή εστία. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έχει ξεδιαλέξει ένα χοντρό ξύλο από αγκαθερό δέντρο, γιατί τ' αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια.

                 



Παραδοσιακά γιορτινά εδέσματα                                    



 

Χριστόψωμο


Το χριστουγεννιάτικο ψωμί το έφτιαχναν παραδοσιακά οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Το ζύμωμα είναι  μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά , ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο , μέλι , σουσάμι , κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας:

"Ο Χριστός γεννιέται , το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."


Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ' τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πηρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Η διακόσμηση αυτή τονίζει το σκοπό του χριστόψωμου και εκφράζει τις προσδοκίες των πιστών για καλή σοδειά και παραγωγή των ζώων. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.

Το γιορτινό γεύμα


           Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων, στη Δύση και πλέον και στην καθ’ημάς Ανατολή, είναι η γαλοπούλα, ένα έθιμο που έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό μόλις το 1824. Την Πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν να φτιάχνουν κότα ή "κούρκο" (γαλοπούλα) γεμιστό με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρεμμύδι πιπέρι και μαϊντανό, όλα καβουρδισμένα. Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία. Ένα άλλο συνηθισμένο πιάτο είναι το ψητό χοιρινό κρέας (το ψήσιμο γινόταν στη χόβολη του τζακιού). Υπήρχε όμως και το έθιμο τη μέρα αυτή το παραδοσιακό πιάτο να είναι το χοιρινό με πρασοσέλινο ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι. Τα Χριστούγεννα είναι η εποχή που σφάζουν τα γουρούνια. Σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας πάντως, υπάρχουν και διαφορετικά έθιμα. Για παράδειγμα στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου τα Χριστούγεννα φτιάχνουν τα "Σπάργανα" που μοιάζουν με τηγανίτες και συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού στη Φάτνη.

           Στο γιορτινό τραπέζι της Ηπείρου συνηθίζονται επίσης οι λαχανοντολμάδες. Σύμφωνα με τους λαογράφους, οι λαχανοντολμάδες πρωτοσερβιρίστηκαν σε βυζαντινή τράπεζα και, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το τύλιγμα των φύλλων του λάχανου συμβολίζει τα σπάργανα του Χριστού.

           Στο Ριζοβούνι, συνυπάρχουν πια όλες αυτές οι επιρροές. Παραδοσιακά, συνηθίζεται το χοιρινό.

Βασιλόπιτα

           Κανένα από τα ετήσια έθιμα δεν τηρείται τόσο απαράβατα από τους Νεοέλληνες, όπου κι αν βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, και δεν έχει τόσο βαθιές ρίζες στο χρόνο, όσο η βασιλόπιτα της πρωτοχρονιάς. Γιατί ανέκαθεν, με το κρυμμένο "φλουρί", συμβολίζει την εύνοια της τύχης και μετατρέπεται σε μέσο, που θα φανερώσει τον τυχερό του χρόνου. Στη συλλογική συνείδηση του λαού, η βασιλόπιτα, γλυκιά ή αλμυρή, με ζάχαρη ή κρέας, είχε κάποτε αναχθεί σε πρωτοχρονιάτικο σύμβολο με εξαιρετικές ιδιότητες, όχι μόνο αποκαλυπτικές, αλλά και καθοριστικές για την τύχη των ανθρώπων, των ζωντανών και των άλλων περιουσιακών στοιχείων της ελληνικής οικογένειας. Γιατί τότε και ο τρόπος παρασκευής της ακόμα θα εξασφάλιζε την καλοχρονιά. Και γιατί τέτοιες δοξασίες δύσκολα ξεριζώνονται από την ψυχή του λαού. Οι εξαιρετικές εκείνες ιδιότητες, που αποδίδονταν κάποτε στη βασιλόπιτα, συντέλεσαν, ώστε η ετοιμασία της να γίνεται με συμβολική τελετουργία. Η διακόσμησή της, "τα γράμματα" όπως έλεγαν, ποίκιλλε από οικογένεια σε οικογένεια. Πρόκειται για στολίδια από ζυμάρι, που το καθένα αντιστοιχούσε σε μια ευχή, έναν πόθο ή μια λαχτάρα. Έτσι η γυναίκα του γεωργού "έγραφε" στην πίτα το αλέτρι, τα ζωντανά, τα στάχια, τα σακιά με το γέννημα, για να τα ευλογεί ο Αι-Βασίλης και να δώσει η χάρη του πλούσια σοδειά .Η γυναίκα του τσέλιγκα το μαντρί, τα πρόβατα ,τα σκυλιά, τις καρδάρες με το γάλα. Η γυναίκα του αμπελουργού τα κούτσουρα, το βαρέλι, το πατητήρι κτλ.
           Στην ηπειρώτικη παράδοση η βασιλόπιτα, στην αλμυρή εκδοχή της, απαιτούσε ως υλικά κοτόπουλο, χοντροκομμένο αρνίσιο κιμά ή ολόκληρα κομμάτια χοιρινό κρέας ,ανάμικτα με τραχανά, πράσα και αυγά. Και εκτός από το νόμισμα, ανάλογα με το επάγγελμα των μελών της οικογένειας, σαν "σημάδια", μικρό ξυλάκι για υγεία των αγωγιατών, μικρό κουκουνάρι για τους ξυλοκόπους, φύλλο πουρνάρι για τον τσομπάνο, άχυρο για τον γεωργό, σταυρουδάκι για το καλό του σπιτιού ή διάφορους καρπούς , όπως σπυρί στάρι, κουκί, φασόλι, καλαμπόκι και ό,τι άλλο ποθούσε η καρδιά τους να ευλογεί και να χιλιάζει η χάρη του Αι- Βασίλη. Έτσι, στη μεγάλη βασιλόπιτα, τα "σημάδια" δεν έμπαιναν για ευχή, αλλά για " τάξιμο". Και τα κομμάτια της τη χρονιά εκείνη τα ονόμαζαν "φιλιά". Σ΄ όποιου γιου το "φιλί" έπεφτε το νόμισμα, θα έπαιρνε το σπίτι. Σ΄ όποιου το φασόλι, το ποτιστικό χωράφι. Το στάρι,το ξηρικό χωράφι. Η κληματόβεργα, το αμπέλι. Το άχερο τα ζωντανά κ.λ.π.
           Αλλά και η κοπή της βασιλόπιτας γίνονταν με αληθινή ιεροπρέπεια. Πρώτα ο νοικοκύρης την έστρεφε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Έπειτα έκανε με κλειδί , με μαχαίρι ή με πιρούνι τρεις φορές το σημείο του σταυρού, για να κόβεται η κακογλωσσιά , να κλειδώνονται τα κακά στόματα ή να αποτρέπεται το κακό μάτι. Και την ώρα ακριβώς, που άλλαζε ο χρόνος, άρχιζε να ονοματίζει τα κομμάτια, με καθιερωμένη πάντα σειρά: πρώτο ήταν του Αι-Βασίλη, έπειτα του Χριστού και της Παναγίας, του σπιτιού και ακολούθως όλων των μελών της οικογένειας, κατά ηλικία , αρχίζοντας από τους μεγαλύτερους και καταλήγοντας στα παιδιά. Κομμάτι έκοβε και για τους φτωχούς, τα ζωντανά, τα χωράφια και τα αμπέλια, το μύλο και τη βάρκα, γιατί όλα έπρεπε να πάρουν την ευλογία του Αι-Βασίλη.



           Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, η βασιλόπιτα καθιερώθηκε σαν έθιμο στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, που εορτάζεται την πρώτη μέρα του χρόνου, λόγω του ακόλουθου περιστατικού: Κάποια χρονιά, που ο Άγιος ήταν Επίσκοπος Καππαδοκίας, έπεσε μεγάλη σιτοδεία στη χώρα. Η γη δεν κάρπισε .Ο κόσμος πεινούσε. Ο σκληρός όμως Έπαρχος Ελβίνιος ζητούσε οπωσδήποτε του φόρους , "τη δεκάτη", και απειλούσε με επιδρομή και λεηλασία την Καισάρεια. Τότε ο Άγιος έκανε έκκληση να προσφέρει ο κάθε νοικοκύρης από κάποιο χρυσαφικό, μήπως και τον δελεάσουν, τον εξευμενίσουν και σώσουν την πόλη και τη ζωή τους. Πράγματι μαζεύτηκε έτσι ένας ολόκληρος θησαυρός. Έσπευσε ο Άγιος να προϋπαντήσει τον σκληρό Έπαρχο και μειλίχιος του εξιστόρησε το δράμα των ανθρώπων, που, ωστόσο, ως νομοταγείς πολίτες ήταν πρόθυμοι να εξοφλήσουν τους φόρους, στερούμενοι χρυσά κειμήλια και αγαπημένα τους κοσμήματα. Του είπε και άλλα πολλά. Και με τη γλύκα του λόγου του, μαλάκωσε τόσο την ψυχή του, καταλάγιασε τόσο το θυμό του, ώστε χαρίζοντας τους φόρους, παρακάλεσε τον Ποιμενάρχη να επιστρέψει τον θησαυρό στο ποίμνιό του. Όμως τι ανήκε στον καθένα; Πώς θα επέστρεφε τα χιλιάδες χρυσαφικά ο Άγιος; Και τότε του ήρθε μια ωραία ιδέα. Ο κόσμος πεινούσε. Έδωσε λοιπόν εντολή και ετοιμάστηκαν τόσοι εορτάσιμοι άρτοι, όσες και οι οικογένειες, όσα και τα προσφερθέντα τιμαλφή . Σε κάθε άρτο τοποθετήθηκε και από ένα χρυσό αντικείμενο και άφησε στη χάρη του Θεού να καθορίσει τι θα τύχαινε στον κάθε οικογενειάρχη. Από τότε καθιερώθηκε σαν έθιμο η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα με το "φλουρί", για τον τυχερό του χρόνου.
           Οι λαογράφοι, ωστόσο ,αναζητούν και την αρχαιοελληνική ρίζα του εθίμου, αφού είναι γνωστό, πως από τα πανάρχαια χρόνια, σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, αφότου οι άνθρωποι έμαθαν να κατασκευάζουν αλεύρι, αισθάνθηκαν την ανάγκη να αφιερώσουν στα πνεύματα της βλαστήσεως μικρά ψωμάκια ως εξιλαστήρια ή ευχαριστήρια προσφορά. Τους ωραιότερους, όμως, πλακούντες, λένε οι λαογράφοι , παρασκεύαζαν οι Βυζαντινοί , ζυμωμένους με μαγιά, αβγά, ελαφρό λίπος και ζάχαρη. Τους ονόμαζαν "πίτες", τοποθετούσαν φλουρί κωνσταντινάτο και τους στόλιζαν, τους "έγραφαν", με ζυμαρένιο σταυρό στο μέσον και δεξιά και αριστερά το μονόγραμμα της Παναγίας και του Χριστού . Αυτές τις πίτες τις συνέδεσαν έπειτα με τον προαναφερθέντα θρύλο του Αγίου Βασιλείου και τις καθιέρωσαν ως αναπόσπαστο άρτημα και έθιμο της πρωτοχρονιάς .



Μελομακάρονα και Κουραμπιέδες


Είναι τα παραδοσιακά γλυκά των Χριστουγέννων σε όλη την Ελλάδα.
Το ίδιο στην Ήπειρο και στο χωριό μας

 

     Το μελομακάρονο ή μελομακάρουνο είναι ελληνικό γλύκισμα που παρασκευάζεται βασικά από αλεύρι, λάδι και μέλι. Το μελομακάρονο στην αγγλική λέγεται "small honey cake". Τυπικά συστατικά των μελομακάρονων είναι το αλεύρι και το σιμιγδάλι, ζάχαρη, ξύσμα ή και χυμός πορτοκαλιού, κονιάκ, κανέλλα και άλλα αρωματικά, λάδι, μέλι και νερό.
     Ο κουραμπιές είναι ένα χαρακτηριστικό γλύκισμα ευρύτατα διαδεδομένο σε όλη την Ελλάδα που κατατάσσεται στα πατροπαράδοτα γλυκίσματα όπως το μελομακάρονο και που συνήθως παρασκευάζεται τα Χριστούγεννα. Το όνομά του οφείλεται εκ του τουρκικού "Kurabiye" γλύκισμα από αλεύρι, βούτυρο και άχνη ζάχαρης.
Βάση της επιτυχίας του είναι το αγνό βούτυρο και το επιμελημένο κτύπημα.



Παραδοσιακές Ηπειρώτικες Πίτες (εορταστικές και μη). Μικρό δείγμα.







1.      Κρεατόπιτα


ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ: 1 ώρα 30',    ΨΗΣΙΜΟ: 1 ώρα 30'
ΥΛΙΚΑ-ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΥΛΙΚΩΝ:

- 2 1/2 κιλά κρέας πρόβειο (γωνιά)
- 1 1/2 κιλό κρεμμύδια μικρά (στιφάδου)
- 3/4 κιλού τυρί φέτα
- 1/4 κιλού ρύζι
- 8 κουταλιές σούπας βούτυρο
- 6 φύλλα κρούστας (ανοιγμένα στο χέρι)
- αλάτι-πιπέρι

ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ:

Τεμαχίζετε και πλένετε το κρέας. Καθαρίζετε τα κρεμμύδια, χαράζοντάς τα ταυτόχρονα σταυρωτά. Τα βάζετε να βράσουν μαζί σε μεγάλη κατσαρόλα, σκεπάζοντάς τα με νερό (ως τα 3/4 της κατσαρόλας).
Αφού βράσουν, ώσπου το κρέας να αποχωρίζεται εύκολα από τα κόκαλα, το παίρνετε με τρυπητή κουτάλα, το ξεκοκαλίζετε και τοποθετείτε τα ψαχνά κατά μέρος (για να τα χρησιμοποιήσετε αργότερα), ενώ συνεχίζετε να βράζετε τα κρεμμύδια σε σιγανότερη φωτιά.
Λιώνετε με μια ξύλινη κουτάλα τα κρεμμύδια, καθώς βράζουν, ώσπου να γίνουν χυλός. Προσθέτετε στη βράση 3-4 κουταλιές βούτυρο και σχετικό αλάτι. Στη συνέχεια, ρίχνετε το ρύζι και ανακατεύετε συνεχώς για να μην κολλήσει. Αφού βράσει για αρκετή ώρα, ώσπου να βαρύνει το μίγμα, προσθέτετε το μισό από το τυρί τριμμένο και ανάλογο πιπέρι.
Έπειτα, ρίχνετε στο μίγμα το κρέας, αφού πριν του προσθέσετε μια πρέζα αλάτι, και αφήνετε να βράσει για 15' περίπου λεπτά, ανακατεύοντας συνεχώς. Όταν το μίγμα βαρύνει αρκετά, κατεβάζετε την κατσαρόλα από τη φωτιά και αφήνετε να κρυώσει.
Στο μεταξύ, ετοιμάζετε το σινί (είδος ανοιχτού ταψιού, με διάμετρο 0,65 μ.) αλείφοντάς το με βούτυρο και στρώνοντάς το με τα φύλλα, έτσι που να εξέχουν από την περιφέρειά του 0,20 μ. για να δημιουργηθεί ο κόθρος. Ραντίζετε με το υπόλοιπο βούτυρο τα φύλλα.
Χτυπάτε τα αυγά και τα ρίχνετε στο μίγμα, που πρέπει να έχει ήδη χλιάνει. Αδειάζετε το μίγμα στο σινί, απλώνοντάς το σε όλες τις άκρες. Έπειτα, ρίχνετε το υπόλοιπο τυρί τριμμένο στο μέρος των φύλλων που εξέχει από το σινί και τα κλώθετε για να γίνει ο κόθρος (τα διπλώνετε σαν κοτσίδα).
Ψήνετε την πίτα σε μέτριο φούρνο για 1 1/2 ώρα περίπου. Σερβίρεται ζεστή ως κύριο φαγητό.

2. Κουσμέρι (Αλευρόπιτα)


ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ: 60'

ΥΛΙΚΑ-ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΥΛΙΚΩΝ


- αλεύρι σταρένιο: 3/4 του κιλού περίπου

- τυρί φέτα: 300 γραμμάρια

- λάδι: 150-200 γραμμάρια

- αλάτι: ανάλογο

- νερό

ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ


Ανακατεύετε καλά αλεύρι σταρένιο, τριμμένο τυρί φέτα, λάδι και νερό και κάνετε πηχτό χυλό.

Τον ρίχνετε στο αλειμμένο ταψί και πάνω τρίβετε τυρί φέτα.

Τέλος ραντίζετε την πίτα με λάδι.

Σερβίρεται και ως κύριο φαγητό.


3. Μπατσάρα (μία από τις πολλές εκδοχές της)


ΥΛΙΚΑ


- αλεύρι καλαμποκίσιο: 1/2 κιλό

- λάχανα: 1 ως 1 1/2 κιλό

- τυρί φέτα: 300 γραμμάρια

- κρεμμυδάκια χλωρά: 4

- λάδι: ανάλογο

- αλάτι: ανάλογο

ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ


Τρίβετε φρέσκα χλωρά κρεμμυδάκια και προσθέτετε μυρωδικά (μαϊντανό, δυόσμο κτλ.). Προσθέτετε τριμμένο τυρί φέτα, λάδι, αλάτι και τ' ανακατώνετε καλά.

Αφού φτιάξετε με καλαμποκίσιο αλεύρι χυλό, τον ρίχνετε στο ταψί και κάνετε μια ελαφριά επίστρωση.

Πάνω στην επίστρωση ρίχνετε τα λάχανα.

Με καλαμποκίσιο αλεύρι πηχτώνετε τώρα το χυλό περισσότερο και μετά τον απλώνετε πάνω στα λάχανα.

Σερβίρεται και ως κύριο φαγητό.



4. Γαλατόπιτα


ΥΛΙΚΑ-ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΥΛΙΚΩΝ


- αλεύρι καλαμποκίσιο: 2 πλόχειρα

- γάλα πρόβειο: 2 - 2 1/2 κιλά

- αβγά: 5 - 8

- βούτυρο: 2 κουταλιές σούπας

- ζάχαρη: 1 ποτήρι νερού

- αλάτι: ανάλογο

ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ


Πλάθετε 2 φύλλα.

Βράζετε γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι, ώσπου να γίνει κρέμα. Ρίχνετε μέσα βούτυρο και ζάχαρη. Όταν κρυώσει η κρέμα, ρίχνετε χτυπημένα αβγά.

Στρώνετε στο ταψί το ένα φύλλο, ρίχνετε την κρέμα και πάνω βάζετε το άλλο φύλλο.

Σερβίρεται ως κύριο φαγητό και ως επιδόρπιο.


5. Γλυκιά κολοκυθόπιτα

ΥΛΙΚΑ-ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ ΥΛΙΚΩΝ


- αλεύρι σταρένιο: για 2 φύλλα

- κολοκύθι: 1 ως 1 1/2 κιλό

- αυγά: 4 - 6

- ζάχαρη: ανάλογη

- καρύδια: ανάλογα

- κανέλα: λίγη

- λάδι: ανάλογο

- αλάτι: ανάλογο

ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σ

Πλάθετε 2 φύλλα.

Τρίβετε στον τρίφτη ξερό κολοκύθι, το βράζετε και το στραγγίζετε. Οταν κρυώσει, προσθέτετε χτυπημένα αυγά, ζάχαρη, κανέλα, τριμμένα καρύδια και τ' ανακατώνετε καλά.

Στρώνετε στο ταψί το ένα φύλλο και πάνω του απλώνετε το κολοκύθι.  Πάνω απλώνετε το άλλο φύλλο.

Σερβίρεται και ως κύριο φαγητό.



Πηγές



  • Θάνος Βελλούδιος, Αερικά ξωτικά και καλικάντζαροι (Ιδιωτική έκδοση χωρίς ημερομηνία)

 

  • Αλέξανδρος Γιώτης, Εδεσματολόγιον Ηπείρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.


  • Νίκος Κακαϊδης, Το Ηπειρώτικο Καλαντάρι, Αθήνα, 2004.


  • Τιμόθεος Κ. Κιλίφης, Ήθη, έθιμα και… άλλα.

 

  • Δημήτρης Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Αθήνα, Φιλιππότη, 1984.

 

  • Νικόλαος Πολίτης : Παραδόσεις του ελληνικού λαού Α’ & Β’ , Αθήνα, Γράμματα,1994.

  

  • Ανδρέας Στεφόπουλος, Παραδοσιακές πίτες της Ηπείρου, Αθήνα, Πατάκης, 1991.

  

  • Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση.




Ηλεκτρονικές διευθύνσεις



  • www.el.wikipedia.gr  


  • www.epiruschef.gr



Εικόνες


  • Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)


  • Ν. Λύτρας (Κάλαντα)  


  • Π. Τέτσης (Καλικάντζαροι)


  • Γ. Γλιάτας (Καλικάντζαροι)


Προτεινόμενο ακουστικό υλικό


  • «Κάλαντα Δωδεκαημέρου με το Αρχείο Ελληνικής Μουσικής»   


  • «Τα κάλαντα των Ελλήνων» (με επιμέλεια του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής)




Εκτυπώστε τη σελίδα.

Επιστροφή στο περιεχόμενο | Επιστροφή στο κύριο μενού UA-31904269-1