Ριζοβούνι Πρέβεζας

Αναζήτηση
Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κύριο Μενού

Μαρτυρίες

Πρόσωπα



Αφήγημα  - Εικόνες  από το χωριό στη δεκαετία του εξήντα.


         Εκείνο το χειμώνα όπως  και τους περισσότερους ο καιρός ήταν βροχερός, με τη βροχή  να μην σταματά για δυο μήνες, από τα μέσα του Νοέμβρη μέχρι και τα Χριστούγεννα, πότε ψιλοβρέχοντας και πότε ξεσπώντας σε ξαφνικές νεροποντές. Ήταν το σαρανταήμερο που πάντα έτσι συμβαίνει όπως  έλεγαν και οι παλαιότεροι.

         Με το τέλος του εμφύλιου που μάτωσε ακόμη και τις καρδιές αδελφών, αλλά και παιδιών και γονιών,  τα μέσα για να ζήσουν οι άνθρωποι  στο χωριό ήταν περιορισμένα, γιατί η μικρή γη που καλλιεργούσαν και τους είχε δοθεί με παραχωρήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, μετά το τέλος της Τουρκοκρατίας το 1912,  είτε γιατί δεν είχαν τα μέσα είτε γιατί δεν είχαν τη γνώση δεν τους έδινε ικανοποιητική σοδειά για να γεμίσουν τα στομάχια τους. Έτσι μόνο οι γραμματισμένοι και όσοι είχαν μισθό από κρατική υπηρεσία, μπορούσαν να αντέξουν και να ζήσουν χωρίς να πεινάνε, σε ένα τοπίο που οι  άνθρωποι αν  και χαρούμενοι, φαινόταν ότι πάλευαν καθημερινά για να επιβιώσουν.

          Η μόνη παρηγοριά τους ήταν να γίνει κανένα πανηγύρι, για να ξοδέψουν ό,τι είχαν μαζέψει από τις οικονομίες τους τρώγοντας κρέας ή να αγοράσουν λίγο σταρένιο ψωμί, κατά προτίμηση άσπρο και αφράτο,  γιατί το ψωμί τους ήταν καλαμποκίσιο και το σταρένιο ψωμί περιζήτητο.

          Τα πανηγύρια και οι γάμοι  ήταν μόνη διέξοδος χαράς για τον κόσμο. Φορούσαν όλοι  τα καλά τους και οι άντρες έπαιρναν μαζί τους και τις γυναίκες στολισμένες, με τα παιδιά, να φάνε κανένα γλυκό από τους πλανόδιους μικροπωλητές, κυρίως καραμέλες ή μια κουταλιά βανίλιας σερβιρισμένης σε ένα μικρό κομμάτι λαδόχαρτου και  κρέας στο τραπέζι που θα καθόντουσαν και να χορέψουν, για να δείξουν ότι έχουν οβολό για να τον σκορπίσουν, χορός που κράταγε με τα βιολιά να παίζουν δύο (2) και τρεις νύκτες, ανάλογα με τα χρήματα που έδιναν στους οργανοπαίχτες και την όρεξη που αυτοί είχαν να παίξουν.  Χόρευαν συνήθως ανά σόγια,  έβαζαν μπροστά τις γυναίκες και τα κορίτσια της παντρειάς και μετά τα παλληκάρια, τα αγόρια, που από ντροπή  τις περισσότερες φορές απέφευγαν το χορό. Έτσι τις άλλες ημέρες είχαν αντικείμενο να συζητάνε για την όμορφη νύφη ή κόρη του τάδε και πόσα χρήματα έδωσε ο καθένας στα  όργανα, για να τους παίξουν τα τραγούδια της επιθυμίας τους.

         Το γάλα από τα  ζώα τους το φυλούσαν  σαν  κόρη οφθαλμού και δεν  το  έτρωγαν, γιατί το  έδιναν μισιακό στον έμπορο, που τον ονόμαζαν μπάντζιο  και ο οποίος το  μάζευε σε ειδικά πλαστικά μεγάλα δοχεία, αφού ζύγισε τον τενεκέ με το γάλα που του έδινε ο κάθε κτηνοτρόφος, έγραφε επάνω σε ένα μικρό τετράδιο (δευτέρι) την ποσότητα με το γάλα που του παρέδιδε και   με το αυτοκίνητο αφού συγκέντρωνε όλο το γάλα το μετέφερε και το πωλούσε στην πόλη, ελπίζοντας κάθε κτηνοτρόφος  στο τέλος, τις πιο  πολλές  φορές μάταια, να πάρουν κανένα μικρό ποσό από χρήματα για το γάλα που πουλούσαν.  

          Χρήματα δεν κυκλοφορούσαν στο χωριό,  ενώ  οι συναλλαγές μεταξύ τους ήταν ανταλλακτικού χαρακτήρα, αφού κάποιος που είχε σοδειά από καλαμπόκι έδινε μια συγκεκριμένη ποσότητα στον άλλο και αυτός σε  ανταπόδοση του έδινε ίσης αξίας κατ
εκτίμηση  λάδι ή και ένα ζώο  ή και ό,τι  άλλο μπορούσαν να ανταλλάξουν  μεταξύ τους για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Για φωτισμό τη νύκτα έκαιγαν λάμπες πετρελαίου ως πολυτέλεια, που στο πάνω μέρος τους είχαν περιμετρικά γυάλινη στρογγυλή κατασκευή, με στόμιο που στένευε προς τα επάνω και  ενσωμάτωσης στο κάτω τμήμα τους, για να μπαινοβγαίνει εύκολα η λάμπα, αλλά και   για να διαχέεται καλλίτερα και μακρύτερα το φως  μέσω της γυάλας   και συχνότερα  τα λυχνάρια, που ήταν μικρά μεταλλικά σε σχήμα κώνου δοχεία με πετρέλαιο, που στο πάνω μέρος στένευαν και εκεί περνούσε το φυτίλι, που εμποτιζόταν με πετρέλαιο, το οποίο  καιγόταν και ανάδιδε το φως.

        Οι γιαγιάδες δεν είχαν μάθει γράμματα, ενώ οι γονείς μας οι περισσότεροι είχαν τελειώσει μερικές τάξεις στο σχολείο και οι περισσότερες γυναίκες δεν είχαν ποτέ φύγει από το χωριό, αλλά ούτε και οι άνδρες εκτός αν φεύγανε για φαντάροι ή στην ξενιτιά.  Οι περισσότεροι γονείς  δεν άφηναν τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα, για να μπορέσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία ή και τη γεωργία και να τους βοηθήσουν στις δουλειές.  

       Οι μαθήτριες  φορούσαν μπλε φουστάνι με άσπρο γιακά, τη μαθητική ποδιά όπως λεγόταν,  ενώ τα αγόρια που πήγαιναν στο Γυμνάσιο στρογγυλό καπέλο με γείσο μπροστά, που είχε στο κέντρο του απεικόνιση της κουκουβάγιας, συμβόλου της σοφίας.

       Όλο το βάρος της  οικογένειας το κρατούσαν οι γυναίκες. Πριν τα χαράματα, πήγαιναν στη βρύση, να κουβαλήσουν φορτωμένες με την ξύλινη βαρέλα νερό, πόσιμο για το σπίτι και για το πλύσιμο. Το χειμώνα, πήγαιναν να μαζέψουν ξύλα, στο βουνό ή στο δάσος, συνήθως σκάρπες, μικρά πουρνάρια, που δεν άναβαν εύκολα στη φωτιά, γιατί ήταν χλωρά τα κλαδιά τους,   άρμεγαν τα πρόβατα, ετοίμαζαν τα παιδιά για το σχολείο, μαγείρευαν και μετά πήγαιναν να βοσκήσουν τα πρόβατα ή τα γίδια. Οι άνδρες πήγαιναν από νωρίς στο καφενείο και ασχολούνταν κυρίως με τις γεωργικές εργασίες, να οργώσουν τα  χωράφια και να τα σπείρουν αν και στην σπορά τους βοηθούσαν και οι γυναίκες. Πολλές γυναίκες το καλοκαίρι έφευγαν για το Αγρίνιο για να δουλεύσουν μεροκάματο στη συγκομιδή του ρυζιού ή και του βαμβακιού, αλλά και το χειμώνα σποραδικά μεταφέρονταν με γεωργικά μηχανήματα των αφεντικών τους σε κοντινά χωριά στον κάμπο και στην Άρτα για να μαζέψουν πορτοκάλια. Όλες φορούσαν μαντήλι στο κεφάλι τους, ανοιχτόχρωμα οι νεότερες και σε σκούρο χρώμα οι μεγαλύτερες, που δεν το αποχωρίζονταν σε όλη τους τη ζωή, σαν να υπήρχε κάποιος αδιόρατος συμβολισμός ή κάποια παράδοση ίσως σαν ένα δείγμα υποταγής ή μια ένδειξη σεβασμού στους άνδρες ή την οικογένειά τους, αφού χωρίς μαντήλι η γυναίκα θεωρούταν επαναστάτρια και σαν ελευθεριάζουσα στην κοινωνική παράδοση της εποχής.     

         Οι περισσότεροι   άνδρες είχαν ως καταφύγιο το καφενείο. Αυτό το θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό ακόμη και οι γυναίκες τους, που καμάρωναν γιατί οι άνδρες τους μπορούν και πηγαίνουν στο καφενείο, ένδειξη ότι  έχουν κοινωνικό  πρόσωπο και κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Πριν τα αγόρια ενηλικιωθούν απαγορευόταν να μείνουν  στα καφενεία.  Πήγαιναν βιαστικά είτε με πρόφαση να μιλήσουν στον πατέρα τους ή τον παππού που ήταν εκεί  και τρέχοντας έφευγαν σαν να ήταν κάτι κακό  να  μείνουν για περισσότερο χρόνο. Εμείς τον χρόνο που δεν πηγαίναμε σχολείο, περιφερόμασταν  γύρω από τα μαγαζιά και βλέπαμε τους μεγαλύτερους να παίζουν χαρτιά, να πίνουν, να φωνάζουν δυνατά και πολλές φορές να μαλώνουν.  Η ανέχεια έκαμε τους ανθρώπους σκυθρωπούς και ευέξαπτους και οι μικροπαρεξηγήσεις ή και οι καυγάδες καμιά φορά,   δεν ήταν σπάνιοι.  Συνήθως μάλωναν για τα πολιτικά σε έντονο ύφος, που όταν ήταν μεθυσμένοι η κατάσταση εκτραχυνόταν, αλλά τις περισσότερες φορές, παρότι πωλούσαν μεταξύ τους αντρικό νταηλίκι, με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων, με το καλόπιασμα η ιστορία που κάθε φορά επαναλαμβανόταν με διαφορετικούς τρόπους και ανάλογα με τα πρόσωπα, τελείωνε χωρίς απρόοπτα. Ήταν το καφενείο ένα μικρό σχολείο κοινωνικοποίησης όπου συνήθως  επικρατούσαν οι ακρότητες των επιρρεπών στα πάθη χωριανών, που συστηματικά μεθούσαν ή χαρτόπαιζαν  και δημιουργούσαν εντάσεις της στιγμής. Όσοι ήθελαν να μην ενοχλούν παίζοντας τάβλι ή  χαρτιά το πετύχαιναν με δυσκολία, αλλά αρκετοί ήταν και αυτοί, ενώ συνηθισμένο γεγονός ήταν ο δανεισμός μεταξύ τους.  Πάντως όλοι οι άνδρες έδιναν μεγαλύτερη αξία στο τι θα πει γι
αυτούς η κοινωνία  και μεγαλύτερο ζήλο  για το κοινωνικό πρόσωπο, που ήθελαν να εμφανίζουν,  αδιαφορώντας ακόμη και σε βάρος της περιουσίας τους ή και της οικογένειάς τους, που μπορεί να αγαπούσαν αδιαπραγμάτευτα,   ιεραρχώντας  όμως τις προτεραιότητές τους  λανθασμένα.  Στο καφενείο μπορούσες να διαβάσεις και εφημερίδα, την «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»  αρχικά και αργότερα και το «ΒΗΜΑ», εφημερίδες που ερχόντουσαν  την επόμενη ημέρα της κυκλοφορίας τους.          

           Τα άσχημα νέα μεταδίδονταν σαν αστραπή, ενώ δεν γνώριζαν  οι περισσότεροι να πουν καλό λόγο για κάποιον άλλον. Οι σοφότεροι δεν μιλούσαν για να αποφεύγουν  να έχουν μπερδέματα και δεν ανακατεύονταν  στις υποθέσεις των άλλων. Συνήθως οι γυναίκες που συγκεντρώνονταν το απομεσήμερο μέχρι και το σούρουπο στην πλατεία, για να πάρουν νερό από τη βρύση, που τα νερά της έτρεχαν γάργαρα κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια,  μετέφεραν τα νέα του χωριού με δόση υπερβολής ή και καμιά φορά  και ζήλιας για ό,τι καλό μπορεί να συνέβαινε σε συγχωριανό μας.

          Τα κορίτσια και τα αγόρια απαγορευόταν από τις οικογένειές τους να μιλούν μεταξύ τους στο δρόμο. Ήταν σχεδόν επανάσταση για την τοπική κοινωνία να ζητήσει βοήθεια κάποιος συμμαθητής από τη συμμαθήτριά του και μάλιστα πηγαίνοντας στο σπίτι της.  Τότε έλεγαν πως οι γονείς τους τα βρήκαν μεταξύ τους για να τους  παντρέψουν  όταν μεγαλώσουν.

           Στο σπίτι του καθένας είχε ένα  μικρό κοπάδι από πρόβατα ή τις λιγότερες φορές κοπάδι γίδια, ένα άλογο ή  γαϊδούρι, για να μεταφέρουν τα ξύλα και τη σοδειά, μια γάτα και ένα σκύλο λυτό στην αυλή, ένα γουρούνι για το σφάξουν τα Χριστούγεννα όπως και ένα κοτέτσι με κότες, που κούρνιαζαν, σε κούρνια, που ήταν καλά κλεισμένη γύρω-γύρω με συρματόπλεγμα,  με μια πορτούλα στην μέση για να μπαινοβγαίνουν οι κότες και την οποία την κρεμούσαν στο δένδρο, γιατί οι αλεπούδες, τα κουνάβια  ή τα τσακάλια τις έτρωγαν  και το βράδυ, αφού οι κότες κούρνιαζαν έπαιρναν οι οικοδεσπότες τους τη σκάλα, που τις βοηθούσε στο ανέβασμα και στο κατέβασμα, ώστε να μην μπορούν  τα άγρια ζώα να τις φθάσουν στο κοτέτσι που  ήταν ψηλότερα κρεμασμένο και αιωρούταν.  Τα ζώα στάβλιζαν δίπλα στα σπίτια, σε πρόχειρα κτίσματα  με σκεπές από τσίγκους και πρόχειρη συνήθως συρμάτινη περίφραξη και αν υπήρχε μεγαλύτερος χώρος αφήνονταν ελεύθερα στον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού.

            Το φαγητό ήταν λίγο ή ανύπαρκτο. Οι μανάδες μας, μας έδιναν να φάμε πρώτα  τα παιδιά μετά ο πατέρας και οι γέροι του σπιτιού και αν έμενε και γι
αυτές φαγητό έτρωγαν ό,τι περίσσευε. Πολλές φορές έβλεπα στα μάτια της μάνας την πείνα και το παρακαλετό από μέσα της να περισσέψει λίγο ψωμί και γι αυτήν, όταν εμείς ξεκινούσαμε το φαγητό…Το κυρίως φαγητό ήταν τα όσπρια, κουρκούτι που ήταν καλαμποκίσιο αλεύρι ανακατεμένο και βρασμένο με γάλα, ψωμί και κυρίως κανένα αυγό από τις κότες όταν γεννούσαν.  Λάδι δεν υπήρχε ακόμη και μπουκάλια  δεν υπήρχαν, για να το συντηρήσουν ή και να το μεταφέρουν. Ψωμί καλαμποκίσιο  με ζάχαρη ήταν το φαγητό μας και αν περίσσευαν και δυο σταγόνες λάδι πάνω στη ζάχαρη, θεωρούμασταν πλούσιοι. Τα αγόρια συμπλήρωναν  το φαγητό τους με φρούτα που ήταν άφθονα, πορτοκάλια το χειμώνα,  μούρα, που τα ονομάζαμε λάτσες ή σκάμνα, κεράσια, σύκα, αχλάδια και σταφύλια το καλοκαίρι είτε από τα χωράφια των γονιών τους είτε κλέβοντας από  παρακείμενα χωράφια. Πολλές φορές όταν μας αντιλαμβάνονταν οι ιδιοκτήτες το κυνηγητό ήταν ασταμάτητο και η κοινωνική διαπόμπευση αναπόφευκτη. Η πείνα ήταν όμως κυρίαρχο στοιχείο της ζωής μας. Τόση που όταν βλέπαμε άνθρωπο να τρώει, ζηλεύαμε  και τον κοιτούσαμε με παραπονεμένα μάτια παιδιού που θέλει να φάει και δεν μπορεί γιατί δεν έχει, γι αυτό και όταν κάποιος ζητούσε επίμονα από τον άλλον να  δώσει και σ αυτόν φαγητό, τον ονομάζαμε περιπαιχτικά «λιμιάρη», που δεν είναι λέξη αναντίστοιχη, αφού σημαίνει πεινασμένος, γιατί  έχει ρίζα τη λέξη  λιμός, που ετυμολογικά είναι η μεγάλη πείνα. Κάθε σπίτι είχε φούρνο, όπου οι μανάδες μας έψηναν όταν είχαν αλεύρι το ψωμί, από καλαμπόκι, εξωτερικά στην αυλή, σκεπασμένο με τσίγκο, που ήταν κατασκευασμένος  πάνω σε πέτρινο τετράγωνο πεζούλι, ύψους περίπου ενός μέτρου, σε σχήμα μισού φεγγαριού από αποξηραμένο πηλό με άχυρο για να είναι ανθεκτικότερος στη φωτιά. Βέβαια ούτε αποχωρητήρια υπήρχαν, που καθιερώθηκαν υποχρεωτικά μετά από μια δεκαετία. Μπάνιο κάναμε κάθε Πέμπτη, που κόβαμε με το προβατοψάλιδο, δηλαδή το ψαλίδι που κουρεύουν το καλοκαίρι το πρόβατα και τα νύχια μας.  Ήταν ταλαιπωρία, που θέλαμε να αποφύγουμε. Οι μανάδες μας ζέσταιναν νερό στην μεγάλη κατσαρόλα ή στο καζάνι, το αναμείγνυαν  με κρύο και μας το έριχναν πάνω στο κεφάλι και το σώμα μας για να πλυθούμε με πράσινο σαπούνι.     

           Στο σχολείο  που ήταν διώροφο  πέτρινο κτήριο με πλατιά, εξωτερική σκάλα, που στο ύψος της εισόδου του  πρώτου ορόφου, που πήγαιναν οι μεγαλύτερες τάξεις, είχε πλατύσκαλο και κατά μήκος των πλευρών της σκάλας πέτρινο, πλατύ  άσπρο τοίχο με επικάλυψη μαρμάρου και εσωτερική κυκλική καμάρα, που μπαινόβγαινες και  στα δύο τμήματα του προαυλίου του, από την πείνα και την ανέχεια σαν μορφή κοινωνικής πρόνοιας και καταπολέμησης του υποσιτισμού, καθιερώθηκε το πρωϊνό συσσίτιο, που  μας το έδιναν μετά την προσευχή, σε ένα υπόστεγο με τραπεζοκαθίσματα, στην γωνία της αυλής του σχολείου, που ήταν  σκόνη γάλακτος ανακατεμένη  με ζεστό νερό και λίγη ζάχαρη και μπλιχούρι, δηλαδή ψιλοκομμένο  σιτάρι  με λίγο ψωμί, που τα έβραζαν σε ένα μεγάλο καζάνι και εμείς πηγαίναμε  και τα παίρναμε σε σιδερένιους δίσκους  ή κούπες, που διέθετε το σχολείο. Ξύλα όμως για να ανάψει η φωτιά και να βράσει το καζάνι δεν υπήρχαν. Έτσι  οι δάσκαλοι μας υποχρέωναν να φέρομε κάθε πρωΐ  και ένα κομμάτι ξύλου, για  το άναμμα  της φωτιάς, που εμείς τα εξοικονομούσαμε, γκρεμίζοντας τους φράκτες των κήπων ή των χωραφιών, που βρίσκαμε στη διαδρομή από το σπίτι στο σχολείο.                   

        Σε μερικά σπίτια, οι γυναίκες δούλευαν  τον αργαλειό, με το οποίο ύφαιναν κουρέλια για στρωσίδια το χειμώνα, βελέντζες, δηλ. μάλλινες κουβέρτες, φλοκάτες,  ακόμη και κότελα, δηλαδή ολόσωμα εσώρουχα των γυναικών για να προφυλάσσονται από το κρύο, τα περισσότερα με δεξιοτεχνία, αφού είχαν υπέροχα σχέδια. Για να φουντώσει όμως το μαλλί στις βελέντζες, που τις έβαφαν κυρίως κόκκινες, πήγαιναν τα υφαντά στην νεροτρουβιά, μακριά από το χωριό, κάπου στον ποταμό  Λούρο, φορτωμένα στα άλογα, όπου με την τριβή του νερού, τα υφασμένα ρούχα ή οι χασιές όπως αλλιώς έλεγαν και τις βελέντζες, που ήταν  ολόμαλλες,  έπαιρναν την επιθυμητή μορφή  και όψη τους.     Οι γυναίκες όλη την ημέρα, όπου κα να στεκόντουσαν έγνεθαν το ρόκα με το μαλλί και έκαναν τις κλωστές σε στρογγυλά κουβάρια ή πάνω σε μικρούς ξύλινους πήχεις, με τις οποίες αργότερα με τη βελόνα έφτιαχναν ή μάλλινες μπλούζες ή κάλτσες ή κυρίως τις εσωτερικές φανέλες, που τις φορούσαμε το χειμώνα για να προφυλαχτούμε από το  κρύο.  

          Το πρώτο αυτοκίνητο ήρθε στο χωριό  το έτος 1965. Ήταν  ένα γαλλικό αυτοκίνητο, τύπου ρενώ, που το είχε φέρει ο θείος μου που υπηρετούσε αξιωματικός στην Κύπρο. Λεωφορεία υπήρχαν και περνούσαν μια φορά την ημέρα από το χωριό. Ήταν αργοκίνητα, χωρίς τεχνικούς όρους συντήρησης, πολλές φορές έμεναν στο δρόμο από βλάβες  και τα σπρώχναμε στην κατηφόρα, για να πάρουν μπροστά. Τα αγόρια όταν ακούγαμε από μακριά το λεωφορείο να έρχεται, επειδή στην ανηφόρα έκοβε ταχύτητα, επωφελούμασταν και κρεμόμασταν στην εξωτερική, πίσω  σκάλα του που ανέβαινε σαν μισό τόξο στο θόλο του και τότε περηφανευόμασταν ότι μπήκαμε και σε αυτοκίνητο.

         Ρούχα δεν είχαμε σχεδόν όλοι.  Μερικά παλαιά ρούχα είχαν οι γονείς μας, που τα έραβαν οι μανάδες μας, με δύο ή τρία μπαλώματα ή ο ράφτης, ενώ τα αγόρια φορούσαν κοντά παντελόνια χειμώνα, καλοκαίρι και περπατούσαμε χωρίς παπούτσια. Μόνο το χειμώνα μας αγόραζαν γαλότσες για τη βροχή και επειδή ήταν λαστιχένιες και μύριζαν εμείς τις αντιπαθούσαμε. Μάλιστα από το κτύπημα του υψηλότερου σημείου της γαλότσας, αφού δεν φορούσαμε κάλτσες, κατά τη βάδιση, σχηματίζονταν περιμετρικά σε σχήμα κύκλου πάνω στη γάμπα, μια μαύρη γραμμή, από το λάστιχο της γαλότσας, που επαναλαμβανόμενα  πότε εμπρός πότε πίσω κτυπούσε το πόδι, που κινιόταν.

         Οι δάσκαλοι, ο πρόεδρος και ο παππάς είχαν το μεγαλύτερο κύρος στο χωριό. Οι δάσκαλοι προσπαθούσαν κάτω από εντελώς αντίξοες συνθήκες να μας μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση με μεγάλη αυταπάρνηση και από τους μαθητές υπήρχε μεγάλη ανταπόκριση για μάθηση. Για την μετέπειτα πρόοδό μας, δηλαδή  αργότερα που οργανώθηκε  με τον χρόνο η κοινωνία, η εκτίμηση που προκύπτει είναι ότι η  συμβολή τους είναι ανυπολόγιστη, αν και θα μπορούσα να πω ίσως και μοναδική, γιατί τα χρόνια ήταν δύσκολα, ο κόσμος πεινούσε και ο καθένας μας ζήλευε τον άλλο που είχε να φάει, ενώ η μάθηση αποτελούσε  πολυτέλεια, αφού   οι δάσκαλοί μας, με υπομονή και κυρίως αυτοθυσία μας παρείχαν αναγκαίες γνώσεις και τρόπους συμπεριφοράς για ομαλότερη κοινωνικοποίησή μας, αλλά μας  έδωσαν και το  έναυσμα με την διδασκαλία, το παράδειγμα και τον τρόπο ζωής τους,  να καλυτερέψουμε κι εμείς οι ίδιοι και να βελτιώσουμε αργότερα με τα εφόδια που πήραμε απ
αυτούς, τη ζωή μας και των οικογενειών μας. Βέβαια δεν έλειπαν και τα ευτράπελα, με συμμαθητές μας, που ίσως από άγνοια ή από κακή καθοδήγηση δεν ήθελαν να έρθουν σχολείο, οπότε τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, με την ανοχή των δασκάλων, τους έδεναν με μια τριχιά στο θρανίο για να παρακολουθήσουν το μάθημα αναγκαστικά στην τάξη και  το μεσημέρι που τελείωνε το μάθημα, τους έλυναν και  πήγαιναν μαζί τους σπίτι. Τότε πηγαίναμε σχολείο πρωΐ και απόγευμα κάθε ημέρα και το Σάββατα μόνο το πρωΐ. Την Κυριακή ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός. Μάλιστα ελεγχόμασταν για απουσίες μας από την εκκλησία.  Βιβλία πολλά δεν υπήρχαν. Έτσι δανειζόμασταν βιβλία ο ένας από τον άλλο για να διαβάσουμε. Γράφαμε με μολύβι, γιατί δεν υπήρχαν στυλό, ενώ υπήρχαν γομολάστιχες.   



        Δεν μπορούμε να μιλάμε για στοματική υγιεινή. Γύρω στα δεκαπέντε  χρόνια όλοι μας είχαμε προβλήματα από την κακή διατροφή και την ασιτία, με τα δόντια, που είτε σάπιζαν είτε ακόμη επειδή είχαν εσωτερικά αχρηστευθεί τα βγάζαμε. Ο τρόπος εξαγωγής, ιδιόρρυθμος ή και καμιά φορά εντελώς  πρωτόγονος. Με χρήση τανάλιας ή με δέσιμο σχοινιού στο δόντι, εν συνεχεία δέσιμο του σχοινιού στο χερούλι  της πόρτας και δυνατή κλωτσιά στην πόρτα ώστε αυτή να αποκτήσει δύναμη για το βγάλσιμο του δοντιού.  Η μετέπειτα κατάσταση ήταν τραγική. Αιμορραγία, που ευτυχώς δεν συνοδευόταν και με μόλυνση, γιατί μας έκοβε μέχρι εδώ το μυαλό να κάνομε πλύσεις του στόματος με αλατόνερο, που δρούσε απολυμαντικά. Όταν στην ηλικία των οκτώ με δέκα ετών αλλάζαμε τα δόντια μας, οι γονείς μας, για να γίνουν γερά μας έλεγαν να πετάξουμε το δόντι που αποβαλλόταν μόνο του, στην σκεπή του σπιτιού και να πούμε τη φράση «σου δίνω γουρουνόδοντο και δώσμου σιδερένιο».   



         Από ιατρική περίθαλψη αυτό αν ήταν ανέκδοτο για την εποχή. Τα τρόφιμα συντηρούνταν δύσκολα, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και ψυγείο, με τους παραδοσιακούς τρόπους όπως είχαν μάθει οι γονείς μας είτε μέσα στο αλάτι είτε μέσα στο λάδι, κ.λ.π. Πολλοί θάνατοι είχαν συμβεί από τροφικές δηλητηριάσεις όπως από ακατάλληλο  γάλα ή  από σαπισμένες ντομάτες. Το γάλα πολλές φορές οι γονείς μας το έδιναν μετά το άρμεγμα να το πιούμε όπως ήταν  άβραστο. Ο κίνδυνος για το μελιταίο  πυρετό, που μπορεί ακόμη και θάνατο  σε σπάνιες περιπτώσεις να προκαλέσει ήταν καθημερινά άμεσος.  Αργότερα που ανακαλύφθηκε η πενικιλίνη ισχυρό αντιβιοτικό, μας την έδιναν σε κάθε μορφή πυρετού είτε σε μορφή ένεσης είτε και σε σκόνη, που ήταν ιδιαίτερα πικρή και είχε επιθυμητά αποτελέσματα.  Βέβαια η πενικιλίνη απαγορευόταν και αντιδεικνυόταν  μόνο σε περίπτωση  μελιταίου πυρετού όπως μου λένε σήμερα οι γιατροί. Γι
αυτό όσοι έκαναν  τότε χρήση απέκτησαν μετά τα πενήντα  χρόνια τους βαρηκοΐα, σαν αντένδειξη στην χρήση της πενικιλίνης για τις περιπτώσεις που κάποιος είχε προσβληθεί από μελιταίο πυρετό.

       Τα μικρά  παιδιά τα γεννούσαν οι μανάδες μας στα σπίτια τους με την βοήθεια των μαμών, γυναίκες συνήθως μεγάλης ηλικίας έμπειρες και έξυπνες, που έδιναν μεγάλη σημασία στην ατομική καθαριότητα. Βέβαια υπήρχε μεγάλη παιδική θνησιμότητα, αλλά από άγνοια, τότε  την απέδιδαν είτε στη λεχώνα είτε σε εξωγενείς παράγοντες ή και  στο θείο, ότι δηλαδή ήταν θέλημα Θεού.  Έτσι και εγώ, επειδή η μάνα μου είχε χάσει πέντε παιδιά προηγούμενα, γιατί ο ομφάλιος λώρος «τα έπνιγε», γεννήθηκα μια χειμωνιάτικη κρύα νύκτα του Φλεβάρη στα μέσα της δεκαετίας του 50. Η μαμή και  όσες βοηθούσαν με θεώρησαν πεθαμένο και όλες τους έκλαιγαν την κακή τους μοίρα και με έβαλαν σε μια σιδερένια λεκάνη, ώστε την άλλη ημέρα να προλάβουν να με θάψουν. Ευτυχώς, περνούσε ένας γιατρός που πήγαινε καβάλα στο άλογο στα Γιάννενα για να υπηρετήσει στο νοσοκομείο. Κάποιος καλός άνθρωπος τον ειδοποίησε ότι πέθανε κάποιο παιδί που μόλις είχε γεννηθεί. Αυτός ήρθε στο σπίτι, με κοίταξε, διαπίστωσε από μακριά ότι ανέπνεα, κούνησε με οίκτο το κεφάλι του στις παρευρισκόμενες θλιμμένες, πήρε ένα λάστιχο εσωτερικά κενό, τράβηξε με την αναπνοή του με αυτό τα υγρά που είχα στο λαιμό μου και με έπνιγαν και δόξα τω Θεώ έζησα.  Η ίδια άψογη ιατρική ακολουθήθηκε και όταν ήμουν ένδεκα ετών. Τότε οι γιατροί  είπαν επειδή ζαλιζόμουν και δεν μπορούσα να αρθρώσω καλά λόγο ορισμένες φορές ότι  έπασχα από κάτι σοβαρό και με  έστειλαν στην Αθήνα, κατεπειγόντως. Θυμάμαι τον πατέρα μου πολύ θορυβημένο. Πήγαμε τότε στον καλύτερο νευρολόγο των Αθηνών, που ήταν από την διπλανή  κωμόπολη, σπουδαίος επιστήμονας και άνθρωπος και μου έκανε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και θυμάμαι ότι με ένα σφυρί μου κτυπούσε τα γόνατα των ποδιών μου για να διαπιστώσει την κινητική  ανακλαστικότητα  του σώματός μου. Η διάγνωση  ήταν θετική για την υγεία μου και αρνητική για την τόσο μεγάλη  άγνοια των ανθρώπων. Έπασχα από ασιτία και μου συνέστησε να πίνω μουρουνέλαιο επί δύο χρόνια ως πολυβιταμινούχο. Το προηγούμενο κακό, γιατί άμα τριτώνει δεν  ξανάρχεται, ήταν λογικά κάποιο Αύγουστο, που τη σοδειά του σιταριού, ελλείψει αποθήκης, την βάλαμε στο σπίτι μας. Κοιμήθηκα δίπλα στο σιτάρι, που ανέδιδε αυτή τη βαριά μυρωδιά, που μάλλον ο αέρας περιέχει  εισπνεόμενες ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν ασφυξία. Το βράδυ από την εισπνοή έπεσα σε κώμα. Με πήγαν στο διπλανό χωριό,  στο γιατρό. Ξύπνησα από το κώμα μετά από δεκαπέντε ημέρες. Είδα μπροστά μου μια σκάλα, φως ήλιου και μια κληματαριά, που δεν τα ήξερα προηγούμενα.  Ο καλός γιατρός με σήκωσε, δάκρυσε και ειδοποίησε τους γονείς μου ότι είχα ιάνει.

         Οι άνθρωποι πολλές φορές πάθαιναν εγκεφαλικά ή καρδιακά επεισόδια, που τους άφηναν ακόμη και αναπηρίες. Η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι κοιμήθηκε κάτω από συκιά, με αποτέλεσμα να πάθει κακό…..

           Η συμπεριφορά των μεγαλύτερων αν και αγαπούσαν ο ένας τον άλλο και δεν ήθελαν το κακό του από έλλειψη παιδείας, ήταν καμιά φορά αυταρχική,  αλαζονική, άξεστη και εκδικητική. Δε ήξεραν να δώσουν αγάπη, γιατί αγάπη δεν είχαν πάρει ούτε και οι ίδιοι από τους γονείς τους. Μιλούσαν άσκημα στα παιδιά τους, τα μάλωναν με σκαιό τρόπο και τα βλασφημούσαν  ή οι μανάδες τους τα καταριόντουσαν, χωρίς να δίνουν σημασία στον τρόπο συμπεριφοράς τους, γιατί προείχε ίσως το στοιχείο της καθημερινής επιβίωσης, που ήταν για όλους σκληρή, ένας  διαρκής και  αδυσώπητος αγώνας.  

            Μόλις σκοτείνιαζε  οι άνθρωποι πήγαιναν για ύπνο και ξυπνούσαν με το φως της ημέρας. Τα ζώα έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη ζωή τους. Το πρωϊνό ξύπνημα γινόταν από  τη λαλιά των κοκοριών, ενώ τα ζώα τα μάζευαν το απόγευμα από τα χωράφια όταν είχε συννεφιά, μόλις τα πουλιά περνούσαν πετώντας  προς το νοτιά, δείγμα ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τα βράδια όταν ο πατέρας ξεκινούσε σε απόσταση χιλίων μέτρων από το καφενείο να έρθει σπίτι, το προανήγγειλε πάντα το άλογο που χλιμιντρούσε χαρούμενα, ακούγοντας νωρίτερα τον βηματισμό του που τον ήξερε, ενώ όταν ετοιμαζόταν για βροχή, το σύννεφο πάντα γινόταν μαύρο σε ένα σημείο βορειανατολικά του χωριού, πάνω στο βουνό, που γι
αυτό και το ονόμασαν  μετά και έτσι καθιερώθηκε, το μαύρο.

        Στις κορυφές των βουνών, τις ονομασίες που καθιερώθηκαν τις έδωσαν ορισμένοι γραμματισμένοι σε χρόνο  ανύποπτο και έτσι παρέμειναν. Παράδειγμα, οι υψηλότερες κορυφές των βουνών  απέναντι από το χωριό, νοτιοδυτικά, ονομάζονται Βαλαωρίτης, από τον γνωστό ποιητή και Μύτικας  από την υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου.

       Τα σπίρτα, το αλάτι και τα τσιγάρα, που ήταν δυσεύρετα τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και τα πουλούσε το μονοπώλιο, κρατική επιχείρηση, που λειτουργούσε στο διπλανό χωριό σαν δημόσια υπηρεσία, όπου οι συναλλαγές γίνονταν με έγγραφα και με ακριβή στοιχεία των συναλλασσόμενων,  σαν να επρόκειτο για σοβαρού περιεχομένου σύμβαση, το οποίο είχε την ονομασία «Εθνικόν Μονοπώλιον Σιγαρέττων, Σπίρτων και Άλατος».
            
      Τα παιχνίδια που παίζαμε  ήταν μπάλα στην αυλή του σχολείου, όπου χωριζόμασταν σε  ομάδες,  Χαρτάς-Μαχαλάς και χαλούσε ο κόσμος από τις πολλές αδέσποτες κλωτσιές που έπεφταν, οι πλάκες,  που πετούσαμε εναλλάξ  μακριά μια επίπεδη στρογγυλή πλάκα, πέτρα λεία σαν μάρμαρο,   στο μέγεθος της παλάμης και ο άλλος που έπαιζε μαζί  μας αν την πλησίαζε με το ρίξιμο της δικής του πλάκας σε απόσταση μιας πιθαμής κέρδιζε ό,τι βάζαμε σαν έπαθλο, στοίχημα, συνήθως φωτογραφίες αστέρων της εποχής ποδοσφαιριστών ή ηθοποιών, η τόκα, που βάζαμε επάνω σε ένα σπιρτόκουτο, δεκάρες ή πεντάρες, το κτυπούσαμε από μια συγκεκριμένη απόσταση με ένα μεγαλύτερο και βαρύτερο νόμισμα και αν το νόμισμά μας ήταν κοντύτερα από το σπιρτόκουτο που εκτοξευόταν από τη δύναμη του κτυπήματος στις δεκάρες ή τις πεντάρες, τις κερδίζαμε, αν όχι ο άλλος παίκτης που ακολουθούσε προσπαθούσε να πλησιάσει το νόμισμά του είτε κτυπώντας και απομακρύνοντας το κουτί είτε πετώντας το νόμισμά του πιο κοντά στις δεκάρες  και πάντως  σε απόσταση πάντα μικρότερη, που αυτές είχαν από το σπιρτόκουτο και έτσι κέρδιζε αυτός το παιχνίδι, το κρυφτό, τα ατέλειωτα βράδια του Αυγούστου με το ολόγιομο φεγγάρι, που ήταν σαν ημέρα,   αλλά και η σκλέντζα ένα άγριο παιγνίδι, που με ένα χοντρό ξύλο κτυπούσαμε στον αέρα, πετώντας το με το άλλο χέρι   ένα μικρότερο ίδιο για όλους ξύλο και όποιος το έδιωχνε πιο μακριά κέρδιζε το έπαθλο, που συμφωνούσαμε κάθε φορά, πολλές φορές καρύδια, πεντάρες ή και φωτογραφίες διασημοτήτων της εποχής.  

          Στο χωριό δεν έλειπαν  όμως ούτε και οι καλοκάγαθες μορφές. Η   γριά-κάκο Λάμπρω, ήταν μια αδύνατη, μικροκαμωμένη γριούλα, που  έπασχε  από γεροντική άνοια και από το πρωΐ  μέχρι το βράδυ, ανέβαινε από το σπίτι της κοντά στην πλατεία, πήγαινε στη βρύση της, έπλενε τα χέρια της και ξανακατηφόριζε στο σπίτι της ασταμάτητα όλη την ημέρα ώσπου νύκτωνε. Εμείς μόλις τη βλέπαμε την περιπαίζαμε. Της λέγαμε ότι μας πονάει  η μέση και  αυτή προθυμοποιούταν να μας βοηθήσει, αφού μας έλεγε ότι κάποια απότομη κίνηση κάναμε και μας κόπηκε κρέας από το σώμα και ότι αν έκανε το σταυρό της και μετρούσε τρεις φορές τις πιθαμές του χεριού της από τον καρπό του χεριού μας μέχρι την ωμοπλάτη θα γινόμασταν καλά. Έτσι όπως αυτή ξεχνούσε την αφήναμε να μας μετράει ολόκληρες ώρες χωρίς να κουράζεται. Το πιο συγκινητικό όμως ήταν ότι είχε καρδιά μικρού παιδιού. Της λέγαμε ότι πεινούσαμε είτε προσποιητά είτε στ
αλήθεια και αυτή μας πίστευε. Τότε έβγαζε προσεκτικά από τις άκρες του μαντηλιού της, όπου είχε δεμένα με σφικτούς  κόμπους, τέσσερεις ή και πέντε σε κάθε άκρη,  μικρά,  τετραγωνισμένα κομματάκια ψωμιού ίσως και αντίδωρου από την θεία κοινωνία, που έπαιρνε στην εκκλησία και αυθόρμητα  μας τα έβαζε στο στόμα μας, για να τα φάμε…... Όπως και  ένας μεγάλης ηλικίας καλοκάγαθος άνθρωπος, που τα παιδιά τον περιέπαιζαν, λέγοντάς του ότι το άλογό του θα ψοφήσει γιατί έχει «νερόπιασμα» και αυτός  τα κυνηγούσε με τις πέτρες, φωνάζοντας.

          Την άνοιξη το χωριό φορούσε τα γιορτινά του. Ερχόταν η Λαμπρή και όλοι ετοιμάζονταν με μεγάλη λαχτάρα,  για την μεγάλη γιορτή, να φάνε κρέας και να φορέσουν τα καλά τους, ενώ στη γενική ευεξία συνηγορούσε και η φύση με τα λουλουδιασμένα  χωράφια, γεμάτα από παπαρούνες, μαργαρίτες και κρίνα,  τις ανθοστολισμένες αμυγδαλές και κερασιές  και τις εξαίσιες μυρωδιές της, ιδίως  όταν φυσούσε ελαφρό αεράκι από το νοτιά ή από τη δύση και  η υπέροχη ευωδία από  τις  ανθισμένες  λεμονιές και πορτοκαλιές ανάβλυζε από άκρη σε άκρη σε όλο το χωριό, που  το άρωμά τους το μεθούσε, σαν να ήταν  γη παραδεισένια.     

          Τις μεγάλες γιορτές  τα Χριστούγεννα και το Πάσχα οι τσέλιγκες το γάλα από τα ζώα τους το δώριζαν στα πτωχότερα σπίτια, για το καλό του κοπαδιού και από αγάπη τους στους αδύναμους, ενώ στα μεγάλα πανηγύρια που γινόντουσαν στην Αγία Μαρίνα, τον Ιούλιο, πάνω  από το βουνό σε ένα ξέφωτο με πουρνάρια, όπου πηγαίναμε και  διανυκτερεύαμε και είχε και βιολιά και υπέροχη, μαγευτική θέα τη θάλασσα, αλλά  και  στην Παναγία  Καστρί, που το ανέβασμα τον Δεκαπενταύγουστο αποτελεί σημείο συνάντησης όλων των συγχωριανών και αληθινό, συγκινητικό  προσκύνημα στην πατρική γη,  έσφαζαν ζώα  από το κοπάδι τους και προσέφεραν αφιλοκερδώς ψητό  κρέας στους χωριανούς, που προσέτρεχαν.

           Και έτσι μέσα σε μικρά ή μεγαλύτερα βάσανα περνούσε δύσκολα η ζωή στο χωριό εκείνα τα χρόνια.

          Την ημέρα εκείνη του Νοέμβρη, το σύννεφο είχε κατέβει χαμηλά και η  ημέρα είχε σκοτεινιάσει  και  έμοιαζε με νύκτα, ενώ η δυνατή βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Η πλατεία όμως είχε ασυνήθιστη κίνηση. Αντρόγυνα με τα παιδιά τους αγκαλιά ή μπροστά τους και τους γονείς τους δίπλα, προσπαθούσαν να προστατευθούν από την βροχή, που όλο και δυνάμωνε, στο υπόστεγο μπροστά από το παντοπωλείο του χωριού, παραταγμένοι στη σειρά. Σε λίγο κατέφθασε ένα μπλέ σκούρο λεωφορείο με κρατικές πινακίδες και σταμάτησε μπροστά από τον κόσμο. Κατέβησαν δύο καλοντυμένοι υπάλληλοι της Νομαρχίας, με τις ομπρέλες τους, κρατώντας στα χέρια τους φακέλους και βιαστικά για να αποφύγουν την νεροποντή, έτρεξαν στο υπόστεγο. Ο κόσμος σιώπησε. Ακούστε τους είπε ο ένας από τους δύο, θα σας φωνάζουμε τα ονόματά σας  και όποιος το ακούει, θα πηγαίνει γρήγορα με τα πράγματά του, στο λεωφορείο, για να μπει μια τάξη. Αύριο θα περάσετε όλοι από γιατρούς στην πρωτεύουσα του νομού, όσοι έχετε δόντια καλώς, όσοι δεν έχετε θα μείνετε πίσω και θα τα φτιάξετε σε οδοντιάτρους, που θα τους πληρώσει το εργοστάσιο, που θα σας προσλάβει για δουλειά και θα τα αφαιρέσει από την μισθοδοσία σας, σταδιακά τους τρεις πρώτους μήνες εργασίας σας. Όσοι από εσάς  έχετε πρόβλημα υγείας, όπως θα διαπιστωθεί από τους γιατρούς θα γυρίσετε πίσω με έξοδα δικά μας. Στην Γερμανία θα πάτε με έξοδα των εταιρειών, που θα σας προσλάβουν, από Πειραιά με καράβι στην  Ηγουμενίτσα, από εκεί  με πλοίο στο Πρίντεζι στην Ιταλία, μετά οδικώς στην  Φλωρεντία  και  από εκεί σιδηροδρομικά στην Γερμανία. Κάθε αποστολή θα την συνοδεύει και ένας Έλληνας που θα σας καθοδηγεί.  Ο άλλος υπάλληλος  έβγαλε τον φάκελο   και άρχισε να διαβάζει ένα-ένα τα ονόματα και οι συγχωριανοί μας αγκάλιαζαν τα παιδιά τους, τους γονείς τους και τις γυναίκες τους αν δεν πήγαιναν και αυτές μαζί στην ξενιτιά και με πέντε ψιλοπράγματα σε μια σακούλα, απένταροι, κακοντυμένοι,  έτρεχαν κλαίγοντας μέσα στη βροχή, για να  επιβιβασθούν στο λεωφορείο. Τα παιδιά σπάραζαν στο κλάμα, φωνάζοντας τον πατέρα ή τη μάνα τους. Οι περισσότεροι τα καθησύχαζαν, λέγοντάς τους ότι θα γυρίσουν γρήγορα πίσω και θα τους φέρουν καινούρια ρούχα και καραμέλες. Φαίνονταν  να ηρεμούσαν λίγο τα  παιδιά, αλλά μετά ξαναξεσπούσαν  ξαφνικά στο κλάμα. Μετά από μισή ώρα  ο κατάλογος των ονομάτων συμπληρώθηκε, όλοι είχαν μπει στο λεωφορείο και χαιρετούσαν τους γονείς και τα παιδιά τους κλαίγοντας. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες προσπαθούσαν να τα παρηγορήσουν και αυτοί να παρηγορηθούν  μαζί τους, μα  η συγκίνηση κορυφωνόταν. Το λεωφορείο έβαλε μπροστά να ξεκινήσει, κόρναρε δυο φορές και άρχισε να διασχίζει την πλατεία. Τα παιδιά το ακολούθησαν μέσα στη βροχή  και το έπιαναν  σαν να ήθελαν να το συγκρατήσουν, ώσπου χάθηκε στην κατηφόρα. Τα παιδιά συνέχισαν να κλαίνε ασταμάτητα. Σιγά-σιγά ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Εγώ και ο αδελφός μου, αγκαλιασμένοι μέσα στην βροχή κλαίγαμε χωρίς  να μπορούμε να συγκρατηθούμε. Πήγαμε κάτω από μια ελιά, δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, που θα μέναμε, αφού είχαν φύγει και οι δυο γονείς μας,   για να προφυλαχθούμε από τη βροχή. Είδαμε να περνούν μπροστά μας τα πρόβατα, που ο πατέρας μας είχε πουλήσει, φεύγοντας για την Γερμανία. Κλαίγαμε μέχρι το βράδυ. Σε κάποια στιγμή το σούρουπο ήλθε η γιαγιά, μας πήρε και μας πήγε στο κατώγι του σπιτιού της όπου και θα κοιμόμασταν. Κοιμηθήκαμε βρεγμένοι δίπλα στην αναμμένη φωτιά, χωρίς να φάμε τίποτε.  Η ξενιτιά  είναι κατάρα.  Ο μαζικός ξεριζωμός του χωριού συνεχίσθηκε για μια δεκαετία και περισσότερο.  Από τις τετρακόσιες πενήντα οικογένειες  οι τριακόσιες πενήντα είχαν από ένα έως και περισσότερους ξενιτεμένους κυρίως στην Γερμανία ή το Βέλγιο, πολλοί και ολόκληρη την οικογένειά τους μαζί με τα παιδιά τους. Τα παιδιά έμεναν απροστάτευτα στους δρόμους, μόνα και αβοήθητα, γιατί οι γιαγιάδες τους όση καλή θέληση και να είχαν δεν μπορούσαν να τα συνδράμουν,    ενώ είχαν υποστεί μεγάλη συναισθηματική κακοποίηση και απέκτησαν αίσθημα ανασφάλειας από την υποχρεωτική φυγή των γονιών τους.  Η ιστορία της  ξενιτιάς δεν έχει πολλά διαφορετικά αφηγήματα να μας διδάξει ή να μας πει ούτε άλλες,  διαφορετικές εκδοχές να μας διηγηθεί, γιατί ο δρόμος της είναι μονότονος και πάντα ο ίδιος. Οικονομική εξαθλίωση, ανέχεια, μηδενική ανάπτυξη,  αδυναμία αυτοσυντήρησης και προστασίας των όσων αγαπάμε, χαμηλή αυτοεκτίμηση, περιφερόμενη απόγνωση και δυστυχία, άλυτα προβλήματα επιβίωσης, ομαδικός στραγγαλισμός συναισθημάτων ακόμη και απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας οδηγούν στον ομαδικό ξενιτεμό.

         Το παρήγορο ήταν ότι μετά από ένα χρόνο, ήρθαν τα πρώτα χρήματα στο χωριό. Οι περισσότεροι άρχισαν να κτίζουν σπίτια και  η φτώχεια σιγά-σιγά άρχισε να απομακρύνεται. Τα μικρά  παιδιά μεγάλωσαν με καλύτερες συνθήκες ζωής, πήγαν στο γυμνάσιο και τα περισσότερα σπούδασαν δάσκαλοι, καθηγητές, μηχανικοί, οικονομολόγοι, γιατροί και δικηγόροι. Οι ορίζοντες πλάτυναν, η κοινωνία απέκτησε ανοίγματα, ο κόσμος γνώριζε νέα πράγματα και τα μετέφερε σαν πολιτισμό στο χωριό που εξελισσόταν μέσα  από τις προοδευτικότερες ιδέες που έφεραν οι νεότεροι και οι ξενιτεμένοι. Έτσι διαμορφώθηκαν καλλίτερες συνθήκες σχεδόν για την πλειονότητα των κατοίκων και τα πέτρινα  χρόνια φεύγοντας με την ανάπτυξη,  δεν επανήλθαν. Τα σημάδια όμως της ανέχειας και της  ξενιτιάς των γονέων μας, σημάδεψαν ανεξίτηλα τις παιδικές μας ψυχές.  

      Η ζωή μας είναι ατέλειωτο ταξίδι στο άγνωστο, που το δημιουργεί η επόμενη ημέρα. Είναι  ταξίδι εμπειριών και επίγνωσης. Επίγνωσης ότι το καλύτερο και το ωραίο ματώνει και είναι δύσκολο. Όμως όσες δυσκολίες και αν ζήσαμε στο  χωριό μας,  χωρίς καμία μικροψυχία  ή τάση μισαλλοδοξίας, καλό θα ήταν να ημερώσουμε  λίγο περισσότερο τη ψυχή μας και να δείξουμε  μεγαλύτερη καλοσύνη και μεγαλοψυχία για τους συνανθρώπους μας. Όταν βρούμε τη νύκτα μισάνοικτη  την πόρτα του γείτονα, να μην την ανοίξουμε περισσότερο επειδή  κοιμάται μέσα στο σπίτι του και μπορούμε να επωφεληθούμε, αλλά να την κλειδώσουμε καλλίτερα και από τη δική μας, αφού  χρειαζόμαστε το συνάνθρωπό μας και το γείτονα, ακόμη και αν μας στραβοκοίταξε,  γιατί οι άνθρωποι δημιουργούν τα πάθη και αυτοί τα κατευνάζουν και  τα ημερώνουν και έτσι καλοπροαίρετα, δείχνοντας κατανόηση για το συνάνθρωπό τους,  καλυτερεύουν και  τη ζωή τους και τη ζωή των άλλων, κατά την κοινή παραδοχή και τον απαράβατο κανόνα της ζωής ότι  όλα είναι μεταξύ τους αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρώνονται.

      Η ψυχή των παιδικών μας χρόνων και ονείρων,  ταξιδεύει νοερά στα λατρεμένα  μέρη του χωριού μας, κομμάτι της ζωής μας και όπου αυτή και να περιπλανιέται σήμερα, η νοσταλγία της  επιστροφής πάντα  θα σιγοκαίει μέσα της.   

                                                            Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 2015                                                                                            

                                                       Βασίλης Γεωργίου, Δικηγόρος.  






Της  ξενητειάς, του Β. Γεωργίου

Δυο χρόνια  δίχως γράμμα σου, εκεί μακριά στα ξένα,
και σκέπτομαι μην ξέχασες και τα  παιδιά και μένα,
μήπως δεν θέλεις να μας δεις και πας να μας ξεχάσεις,
ή μήπως  και δεν μπόρεσες μια μέρα να μας γράψεις,
μη ξέχασες τον κύρη σου, την  μάννα σου, που δεν μπορεί να γιάνει,
που καρτερεί  ολημερίς, να γείρει να πεθάνει,
μη ξέχασες το γιόκα σου, τον αδύναμο Βασίλη,
που   λίγο πριν να κοιμηθεί, σ’ ανάβει το καντήλι,
την λατρευτή την κόρη σου, την όμορφη τη Λένα,
που θέλει να’ ρθει μοναχή, για να σε βρει στα ξένα,
εμένα και τα χάδια μας, που τρέχαμε στον ήλιο,
τις φυλλωσιές των δένδρων μας, που είχαμε καταφύγιο,
που ακούγαμε γλυκές φωνές από πουλιά και αηδόνια
και  έτσι περνούσαν με χαρά, τα δύσκολα τα χρόνια.
------------------------------------------
Σκέπτομαι μην αρρώστησες δεν ξέρω που κοιμάσαι,
το μόνο που θα’ ήθελα, πάντα καλά για να’ σαι,
και  αν ειν’ εσύ καλά να τα περνάς, ανάμεσα σε πλούτη,
κοίταξε τώρα μην ξεχνάς, πως  δεν μπορείς σ’ ετούτη,
την μαύρη  μοίρα, την φτωχιά να μας γυρνάς την πλάτη,
γιατί εδώ καλά δεν ζούμε πια, δεν έχουμε παλάτι,
αλλά γοργά κοντά σου θέλουμε να γίνουμε δεμάτι,
και  να βρεθούμε όλοι μαζί , να διώξουμε το πόνο,
εγώ και τα παιδάκια σου, εσένα θέλουν μόνο,
σου γράφω  μόνο μην ξεχνάς, που σε πονάμε ακόμα
και δεν θα δούμε άσπρο φως ούτε ανθό στο χώμα,
αν συ στο τέλος  αρνηθείς και δεν μας στείλεις γράμμα,
που η Λένα και ο Βασίλης σου, βαλάντωσαν στο κλάμα.
-----------------------------------------------------
Κι’  ο ταχυδρόμος και αν θα ‘ρθει, εμένα δεν με νοιάζει,
αφού η καρδιά μου με πονά   και κρυφοαναστενάζει.
Πήρα το γράμμα σου σήμερα, ανήμερα τα Βάγια,
μου τόπε  χθες ο Αυγερινός και κάποια κουκουβάγια,
να ‘ξερες πόσο χάρηκα, που θέλεις να μας πάρεις,
εκεί κοντά σου να ‘ μαστε,  μαζί μας να βολτάρεις,
και θα  περνούμε  εκεί καλά, με τη δουλειά, τα λούσα,
εσύ θα είσαι αρχηγός και εγώ όσο μπορούσα,
θα βοηθώ να ζήσουμε, με  αξία και καμάρι,
με τα παιδιά μας στα σχολειά, σαν σε  τρελό παζάρι,
θα δούμε λένε λούνα πάρκ, κοπέλες να χορεύουν,
και ο κόσμος, θα είναι γύρω τους, με γέλια ν’ αγναντεύουν,
που δεν θα ξέρω τι θα πει, η φτώχεια και η πείνα,
μαύρη πέτρα θα ρίξουμε  εγώ   και η Κατερίνα,
η θυγατέρα σου η μικρή, που ακόμα δεν σε ξέρει,
και  να βοηθήσει ο Θεός, σ’ αυτά τα ξένα μέρη,
να ευτυχήσουμε μαζί, με τα παιδιά και εγγόνια
και να μην έρθουνε ξανά, τα δίσεκτα τα χρόνια.
-----------------------------------------------------






Με αφορμή την απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913.                                                                                                           

                                                       




Βασιλική Σταυροπούλου - Καλυβά
Νηπιαγωγός






Μαρτυρία της Βασιλικής Σταυροπούλου - Καλυβά

Χριστούγεννα
Ήθη και έθιμα του χωριού μου

Χριστός γεννάται δοξάσατε
Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε
Χριστός επί γης υψώθητε...
ψάλλει χαρμόσυνα η Ορθόδοξη Εκκλησία.


Το φως το Θεού κυκλωμένο από το σκοτάδι της αμαρτίας, πάλευε απεγνωσμένα να σταθεί στη ζωή, που ψυχορραγούσε. Η δυστυχία των λαών περπατούσε άγρυπνη και φορτωμένη με το βάρος της αμαρτίας. Στην απέραντη όμως έρημο της ζωής, ήρθε το κήρυγμα των προφητών, σάρωσε το σκοτάδι και σκόρπισε την πίστη και την ελπίδα.
Αιώνες πριν ο προφήτης Ησαΐας προσπαθούσε να σπείρει την προσδοκία του ερχομού εκείνου, που θα έσωζε την ανθρωπότητα από την πλάνη και την αμαρτία. Και ήρθε η πολυπόθητη στιγμή.
Ήταν μεσάνυχτα. Όλα σκοτεινά, παγωμένα, γεμάτα σιωπή και μυστήριο. Οι βοσκοί στη Βηθλεέμ ξαγρυπνούσαν, τα αστέρια στον ουρανό άρχιζαν να γλυκοφέγγουν, σαν να περίμεναν κάποιο σπουδαίο γεγονός. Και ξαφνικά το μεγάλο λαμπερό αστέρι, που πλανιόταν στον ουρανό ακούραστο, ακούμπησε επί τέλους πάνω στην μικρή φάτνη, που στάβλιζαν οι βοσκοί τα ζώα τους.
Εκεί γεννήθηκε ο Χριστός εκείνη τη στιγμή. Ο ουρανός άστραψε και μια καταφώτεινη σκάλα ένωσε τη σπηλιά με τον ουρανό. Άγγελοι ανεβοκατέβαιναν ψάλλοντας το «Ωσαννά εν τοις Υψίστοις». Ήταν η στιγμή που καταργήθηκε το φράγμα, που υπήρχε μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια όλο το μεγαλείο της Θεότητας.
Διαλύθηκαν έτσι οι σκοτεινοί λαβύρινθοι της φιλοσοφίας, οι ατελείωτες συζητήσεις και αντιγνωμίες, που κυριαρχούσαν στη σκέψη των ανθρώπων, έννοιες που είχαν σχηματιστεί γύρω από την ιδέα «ΘΕΟΣ» και τη θέση τους πήρε η φάτνη, απλή, γνώριμη, φιλική προς όλους.
Στη φάτνη της Βηθλεέμ άνοιξε τα γαλάζια του μάτια το θείο παιδί, ο σταλμένος από το Θεό πατέρα Σωτήρας του κόσμου. Οι άνθρωποι πλέον κατάλαβαν ότι δεν ήταν μόνοι τους. Οι μελωδίες των Αγγέλων πλημμύρισαν την κοιμισμένη πλάση και η καρδιά των ανθρώπων πλημμύρισε κι αυτή με το θείο Ύμνο: «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη».
Από τότε και κάθε χρόνο αυτή την περίοδο μια ξεχωριστή μαγεία πλανάται και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και όλοι νοιώθουν σαν να είναι εκείνη, η πρώτη φορά, η ώρα που γεννήθηκε ο Χριστός. Και όλοι αναπολούμε εκείνες τις στιγμές και ψιθυρίζουμε: «Αχ! Να’ μουν παιδί!...» και να ζούσαμε πάντοτε εκείνο το γεγονός στον τόπο που γεννηθήκαμε και ζήσαμε τα πρώτα Χριστούγεννα της ζωής μας.
Απ’ αυτό τον κανόνα δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθώ κι εγώ. Θυμάμαι τις παιδικές μου στιγμές, που περνούσα κοντά σε γιαγιάδες του χωριού μου, ακούγοντας τις διάφορες διηγήσεις τους, γύρω από τη γέννηση του Χριστού. Ιστορίες και ήθη και έθιμα που μας κρατούσαν στο κάθισμά μας καθηλωμένους κοντά στο τζάκι του σπιτιού.
Το χωριό μου είναι το Ριζοβούνι Πρεβέζης – η τότε Ποδογόρα - , ξαπλωμένο στη βάση της πλαγιάς του βουνού Μαρούτσα. Είναι δασωμένο, σκληροτράχηλο και γεμάτο ελιές, και παλιότερα που τα σπίτια δεν ήταν τόσα πολλά και ψηλά, όπως είναι σήμερα, ούτε που φαίνονταν, παρά μόνο λίγο οι στέγες τους.
 Και όταν σήμερα πηγαίνω εκεί, από μακριά γυρίζω το κεφάλι μου στην συγκεκριμένη τοποθεσία, που λέγεται Κακούρι, και τα μάτια μου δεν χορταίνουν να βλέπουν από μακριά το σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βουνού Ριζοβούνι. Μοιάζει με  αετό κοιμισμένο και με ανοιγμένα τα τεράστια φτερά του, και κάπου εκεί στη μέση να πούμε, το κυπαρίσσι του Αϊ – Νικόλα! Πανύψηλο, καταπράσινο, στέκει εκεί πάρα πολλά χρόνια. Εκεί το βρήκε η γιαγιά μου, αλλά και η γιαγιά της γιαγιάς μου και  κανένας δεν ξέρει από πότε υπάρχει εκεί. Για τους ανθρώπους της γενιάς μου είναι σύμβολο. Κάτω απ’ αυτό το κυπαρίσσι γίνονταν οι συγκεντρώσεις μας και παίρνονταν οι αποφάσεις για ό,τι μας αφορούσε.
Το χωριό μου φημίζεται για την φιλοξενία, τα έθιμα, τις ιστορικές αφηγήσεις και την παλιά παράδοσή του, τις παραμυθούδες γιαγιές. Η γιαγιά μου, η Σπυροκολλιοπήλιαινα όπως την έλεγαν, ήταν μια άριστη παραμυθού, που η παιδική μας παρέα νόμιζε ότι όλα που μας διηγιόταν τα είχε δει και είχε πάει παντού. Η παρέα μου μετρούσε τότε έξι (6) παιδιά,  από το δημοτικό ακόμη. Όταν μεγαλώσαμε, η αστική μετανάστευση, οι σπουδές, η δουλειά του καθενός, ο γάμος μας χώρισαν. Και όταν κάποιοι από μας συναντιόμαστε και σήμερα, κρατάμε ζεστές τις μνήμες του παλιού καλού καιρού για πράγματα που η νοοτροπία του σημερινού αστικού πολιτισμού έχει καταργήσει.
Στην παιδική μας ηλικία και πριν ακόμα πάμε στο Δημοτικό σχολείο, σαν μαθητές, την παραμονή των Χριστουγέννων, η γιαγιά μου ετοιμαζόταν για το άναμμα του τζακιού, που εμείς το λέγαμε γωνιά. Και πριν βασιλέψει ο ήλιος, έστελνε τα αγόρια της παρέας να πάνε να φέρουν το πουρνάρι, ένα χοντρό και μεγάλο κούτσουρο, για να κρατήσει σαράντα μέρες, και εμάς τα κορίτσα να φέρουμε τη βελανιδιά, ένα λεπτοκαμωμένο κορμό ξύλου. Μετά μας έστελνε όλα μαζί να μαζέψομε λιαναρούδια (προσανάμματα). Αφού μαζεύαμε αυτά τα υλικά, άρχιζε την προεργασία του ανάμματος της φωτιάς, εξηγώντας μας τις σχετικές κινήσεις που έκανε:
Θα βάλομε στη βάση τα λιαναρούδια, μας έλεγε. Έπειτα όρθιο το χοντρό κούτσουρο και πλαγιαστό σταθερό το λεπτότερο.
Γιατί γιαγιά, ρωτούσα εγώ. Και αυτή άρχιζε το παραμύθι:
Α! Δεν ξέρετε; Θα παντρέψουμε τη φωτιά.
Πώς; Τι; Πώς γίνεται αυτό;
-     Γίνεται... Γίνεται... Για ακούστε λοιπόν. Τα λιαναρούδια είναι οι καλεσμένοι. Το πουρνάρι είναι ο γαμπρός, ψηλός, όμορφος και δυνατός. Πάνω στα λιαναρούδια, στα πόδια του πουρναριού θα βάλομε τη βελανιδιά. Θα ανάψομε τη φωτιά και θα φτιάξομε έτσι μια οικογένεια. Αυτή τη φωτιά θα την κρατήσομε αναμμένη, μέρα – νύχτα, για σαράντα ημέρες.
Αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Και όταν πήγαμε σχολείο και τα Χριστούγεννα που κάναμε τα ίδια πράγματα, εγώ τη ρώτησα:
Γιατί γιαγιά παντρεύομε τη φωτιά;
Αυτή συνέχισε το παραμύθι, που άλλη φορά δεν μας το είχε πει:
Δεν σας το είπε ο δάσκαλος;
Όχι, της απαντήσαμε όλα τα παιδιά της παρέας με μια φωνή
-     Ο Χριστός λοιπόν που γεννήθηκε σαν απόψε, δεν ήταν σαν το μωρό της Γιαννούλας που γεννήθηκε χτες (η Γιαννούλα ήταν γειτόνισσά μας). Ο Χριστός με το που γεννήθηκε, σηκώθηκε και πέρασε από όλα τα σπίτια του κόσμου, μέσα σε μια νύχτα. Το ίδιο θα κάνει κι απόψε. Θα περάσει από όλα τα σπίτια όλου του κόσμου.
- Θα περάσει κι από δώ;
- Θα περάσει. Και όπου βρει φωτιά αναμμένη, θα μπει, για να ζεσταθεί. Γι’ αυτό τα σπίτια απόψε πρέπει να είναι ζεστά και γεμάτα γλυκά.
- Θα’ ρθει και σε μας γιαγιά;
-Γιατί να μην έρθει; Θα έρθει. Και γλυκά έχομε και τηγανίτες με μέλι θα φτιάξομε και τη νύχτα στην εκκλησία θα πάμε και φωτιά θεόρατη έχομε και το πάντρεμα της φωτιάς με προσοχή το κάναμε.
- Και πώς ξέρει πού είναι το χωριό μας; ρωτούσα.
- Έχει οδηγό το αστέρι από την ανατολή, ματάκια μου, μου απαντούσε αμέσως η παραμυθού.
- Το είδες εσύ γιαγιά; τη ρωτήσαμε όλοι μαζί.
- Μόνο τα μικρά παιδιά το βλέπουν, καρδούλες μου, όχι οι μεγάλοι, ξέφυγε η πανέξυπνη.
- Μπορούμε εμείς να το δούμε; Από πού θα έρθει;
- Πώς δεν μπορείτε. Αλλά από πού θα έρθει, δεν είναι βέβαιο. Μπορεί να έρθει από το Κακούρι, μπορεί από τη Μαυρή (άλλη τοποθεσία του χωριού).
- Και μεις πώς θα το ξέρομε;
- Θα σας βάλω εγώ σε μια μεριά, που θα βλέπετε και τις δυο τοποθεσίες.
Μας κουκούλωνε όλα τα παιδιά με χασιές (μάλλινες κουβέρτες του αργαλειού) και μας έβαζε έξω στη σκάλα μες στο κρύο. Εμείς κουκουλωμένα με τις χασιές και έχοντας μόνο τα μάτια ασκέπαστα, αποφασίσαμε οι μισοί να κοιτάξουν προς τη μια τοποθεσία και οι άλλοι μισοί προς την άλλη τοποθεσία. Και περιμέναμε.
Σε χρονικό διάστημα, όμως όχι μεγαλύτερο των είκοσι λεπτών, είχαμε όλα αποκοιμηθεί. Μισοκοιμισμένα μας πήραν οι μάνες μας και μας έβαλαν να κοιμηθούμε.
Τώρα, αν είδαμε ή δεν είδαμε.. ήταν τόσο καπάτσα η Σπυροκολλιοπήλιαινα, που πέρασαν χρόνια για να καταλάβομε πως δεν είδαμε τίποτα και όλα ήταν ένα καλοστημένο παραμύθι της γιαγιάς.
Σαν ξημέρωναν τα Χριστούγεννα και περνούσε το μεσημέρι, η γιαγιά με την μάνα μου είχαν κι άλλη δουλειά. Η μάνα μου ανέβαινε στη σκεπή του σπιτιού κρατώντας ένα σκοινί στην άκρη του οποίου η γιαγιά μου είχε δεμένο ένα τροβατσούλι, μέσα στο οποίο είχε καρύδια, ξερά σύκα, πίτες και αλεύρι. Αυτά τα σκορπούσε πάνω στα κεραμίδια.
Την πρώτη φορά που ρωτήσαμε γιατί το κάνει αυτό, μας απάντησε πως ξεγελούσαν έτσι τους καλικατζάρους να μην μπουν στο σπίτι, που το κρατούσαν κλειστό μέχρι να λαλήσει ο πετεινός. Οι Καλικάτζαροι μας έλεγαν, συμβολίζουν το σκοτάδι. Ζουν στα έγκατα της γης και όλη τη χρονιά πριονίζουν το δέντρο, που κρατάει τη γη όρθια, για να πέσει και να διαλυθεί. Έτσι όταν έρχονται τα Χριστούγεννα και έχει μείνει μια κλωστή του δέντρου ακόμη για να κοπεί, οι καλικάτζαροι ανεβαίνουν επάνω στη γη και μένουν εδώ δώδεκα ημέρες, μέχρι που αγιάζουν τα νερά. Και ευτυχώς που στο διάστημα αυτό το δέντρο της γης ξαναγίνεται, όπως και πριν, και η γη δεν κινδυνεύει.
Και η γιαγιά συνέχιζε:
- Οι Καλικάτζαροι είναι μαύροι, κουτσοί και με πολλά κουσούρια. Στα σπίτια μπαίνουν από τις καμινάδες και κρύβονται στη σβηστή στάχτη. Τη νύχτα σκορπούν τα γλυκά, πετούν το αλεύρι, χύνουν το νερό, τραβούν τα μαλλιά των κοιμισμένων. Μπορεί να πάρουν και τη φωνή κάποιου.
Έγινε, λέγανε, παλιά αυτό σε ένα κοριτσάκι, που έκανε πολύ καιρό να ξαναμιλήσει. Για να προφυλαχτούν οι άνθρωποι από όλα αυτά, συμπλήρωνε η γιαγιά, ανάβουν τα τζάκια και σκορπούν στη σκεπή καλούδια. Ενώ η γιαγιά συνέχιζε πως οι αλαφροΐσκιωτοι άνθρωποι τους βλέπανε. Όταν όμως λαλήσει ο πετεινός όλα ηρεμούν.
Πολλές ιστορίες λέγονται για καλικατζάρους και μυλωνάδες.
Πίσω όμως από αυτά και άλλες ιστορίες που λεν πως έγιναν, κρύβονταν η αγωνία και οι σκέψεις των τότε ανθρώπων για τον κρύο χειμώνα και το σκοτάδι του, που έρχονταν. Ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε και τα βράδια περνούσαν δύσκολα. Γι’ αυτό πολλές φορές μαζεύονταν παρέες – παρέες στα σπίτια και διηγιόνταν διάφορες ιστορίες, οι οποίες μάλιστα κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και γίνονταν θρύλοι, όπως και οι παρακάτω:
Στο χωριό μου η οικονομική ανέχεια ανάγκαζε τους νέους να ξενιτεύονται, συνήθως στην Αμερική. Πήγαν πρώτα κάποιοι και αφού εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα, άρχισαν να στέλνουν προσκλήσεις και σε άλλους.
Μια παραμονή Χριστουγέννων η Αρχόντω, μια ψηλή λυγερόκορμη γυναίκα, ξεπροβόδισε το γιο της το μεγάλο, για την ξενιτιά. Αυτός σαν έφυγε, η μάνα του έτρεξε και ανέβηκε ψηλά στο ύψωμα, που έβλεπε το δρόμο της Μαυρής, για να τον αγναντέψει μέχρι που χάθηκε, για να πάει στην Αμερική.
Από τότε και κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, ανέβαινε στο ύψωμα και αγνάντευε κάτω το δρόμο και πιο μακριά προς τη μεριά της Άρτας. Από κει τον περίμενε να έρθει. Και σαν έβλεπε κάποιον καβαλάρη μέσα στο σύθαμπο, φώναζε: «Γιάννη! Ε Γιάννη...» Δεν έλειψε ούτε μια φορά και κανένας καβαλάρης δεν της απάντησε ποτέ στο κάλεσμά της.
Οι ξενιτεμένοι του χωριού γύρισαν πολλές φορές και ξανάφυγαν, ο Γιάννης όμως ποτέ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση απ’ αυτόν και κανείς δεν τον είδε ποτέ. Σε κανέναν δεν επέτρεπε να της πει πως κάτι έπαθε.
Ο γιος μου έλεγε ζει και δεν με ξέχασε. Απλά δεν μπορεί να έρθει ούτε να μου γράψει.
Εκείνο το σύθαμπο, παραμονή Χριστουγέννων, νάτην και πάλι στο ύψωμα. Στέκεται ακίνητη, μια λιγνή φιγούρα με άσπρα μαλλιά, να αγναντεύει και πάλι, πέρα μακριά. Και κει που αγνάντευε, νάτος ο καβαλάρης, όχι από τα χωράφια, αλλά από το δρόμο. Χτυπά το άλογο για να τρέξει, σαν να βιάζεται και έχει σηκωμένο το κεφάλι. Τρέχει μπας και προλάβει το σκοτάδι.
Η μάνα αναταράχτηκε. Και φωνάζει: «Γιάννη! Ε Γιάννη...»
- Ουουού, ακούστηκε του καβαλάρη η φωνή
Θεέ μου, τι’ ναι τούτο πάλι; Λες να την περιγελούν;
\- Χτύπα γρήγορα παιδάκι μου, γιατί σ’ έφαγε το κρύο, φώναξε η μάνα.
- Έρχομαι, ξανακούστηκε η φωνή του Γιάννη, ίσως.
Λέτε να έγινε το θαύμα για την καημένη την Αρχόντω, παραμονή Χριστουγέννων; Λέτε να ήταν πραγματικά ο Γιάννης;
Η μάνα παίρνει τον κατήφορο σαν κοπελούδα. Στέκεται. Ένας άντρας προβάλλει μες στο σύθαμπο. Η μάνα έχει παραλύσει. Ίσα που πρόλαβε να κλείσει στην αγκαλιά του ο Γιάννης, λέγοντας:
- Βάστα μάνα, μη μου πάθεις τίποτα.
Όταν το βράδυ μπήκαν στην ολόφωτη εκκλησία πιασμένοι χέρι – χέρι μάνα και γιος, οι εκκλησιαστικοί ύμνοι ανέβηκαν στα ουράνια, σπάζοντας τον τρούλο της εκκλησίας, έλεγε η γιαγιά.
-Έφυγε πάλι, γιαγιά;
- Ποτέ. Έζησε μαζί της μέχρι που πέθανε στα χέρια του. Είχε προκόψει στα ξένα. Γιατί να φύγει;
Κι εμείς ονειρευόμασταν και ζούσαμε ευτυχισμένοι. Δεν ξέρω, όμως, αν τα θυμούνται αυτά οι παλιοί συγχωριανοί μου. Τότε τα Χριστούγεννα ήταν μια μαγεία. Η εκκλησία με τα καντήλια και τα κεριά να προσπαθούν να νικήσουν το σκοτάδι, οι χωριανοί που ένας – ένας μέσ’ τη νύχτα μπαίνουν στην εκκλησία, ο παπάς που περίμενε και τον τελευταίο, το λυχνάρι που δεν έσβησε στο σπίτι, που δεν είχε φτάσει ακόμα, ο ξενιτεμένος.
Ήταν σαν άγραφος νόμος τότε στο χωριό μου, όλοι οι ξενιτεμένοι, Χριστούγεννα και Πάσχα, να προσπαθούν να έρθουν στο χωριό. Τώρα όλα έχουν αλλάξει. Οι ζεστές μνήμες που στο χωριό κρατούνταν ζωντανές, σήμερα τις έχει ισοπεδώσει ο αστικός πολιτισμός, όπως και όλα τα άλλα. Υπάρχουν άνθρωποι, συγχωριανοί μας, που χάθηκαν και δεν ξαναπάτησαν στο χωριό. Ο μυστικισμός της βραδιάς των Χριστουγέννων χάθηκε και εκείνη η λάμψη της γιορτής, που σε μας κρατιόταν άσβεστη μέχρι τα είκοσι πέντε χρόνια της ηλικίας μας, χάθηκε.
Υπάρχουν και σήμερα κάποιες γιαγιές, που τα λένε ακόμα στα εγγόνια τους και αυτά τα ακούν με προσοχή. Μετριούνται στα δάχτυλα, γιατί οι γιαγιές δεν γεράζουν πια, ούτε και παντρεύουν τη φωτιά. Πίνουν καφέ στις καφετέριες και δεν ασχολούνται μ’ αυτά.
Υπάρχουν κάποιες οικογένειες, στις οποίες ο γέρο – παππούς, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μαζεύει την οικογένεια σε στρογγυλό κύκλο, για να παίξουν το «χάσει». Έθιμο  του χωριού μου κι αυτό. Βράζουν ένα αυγό, πολύ σφιχτό, το δένουν καλά στη μέση τους, ενώ ο παππούς κρατάει την άκρη του σκοινιού. Το πηγαίνει από στόμα σε στόμα των παρευρισκόμενων, οι οποίοι κρατούν το στόμα ορθάνοιχτο, προσμένοντας να το αρπάξουν. Ειναι πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι.
Ας σταματήσω, όμως, εδώ, γιατί είναι τόσες πολλές οι αναμνήσεις και οι ιστορίες, που περνούσαμε τότε, στη νεανική μας ζωή, που δεν τελειώνουν ποτέ.






Οι παρακάτω πληροφορίες -ιστορικά στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο του κου Νικ. Γ. Ζιάγκου Τουρκοκρατούμενη Ήπειρος,Τιμαριωτισμός, Αστισμός, Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820),Αθήνα 1974. Επιμέλεια υλικού Παναγιώτης και Μαρία Μπακάρα για την ιστοσελίδα rizovouni.gr

Αποσπάσματα:

1)σελ 114." Τα καλλιεργητικά συστήματα"
Τρεις τρόποι καλλιέργειας της γης υπήρχαν:
α) το συντροφικό ή μεσακάρικο ( σημ. μεσιακό ακούγεται στο χωριό) σύμφωνα με το οποίο ο γεωργός καλλιεργούσε το ξένο χωράφι με δικά του έξοδα. Από την ακαθάριστη σοδειά έπαιρνε το δέκατο ο ιδιοκτήτης και τα έξοδα καλλιέργειας του γεωργού και μοιράζονταν στα δύο το υπόλοιπο. Στο Βυζάντιο ήταν ο ημισειαστής και μορτίτης, ιμορτάρης κατά το συγγραφέα Αρμενόπουλο.
β) Το τριτάρικο (τριτάρκο= η τοπικη ονομασια). Ο ιδιοκτητης έπαιρνε το τρίτο της σοδειάς με αφαίρεση της δεκάτης ("δέκατο") και των εξόδων.
γ) το γεώμορο (γήμορο) ή αποκοπή. Ο γεωργος είχε δεν είχε σοδειά έδινε στον ιδιοκτήτη "δέκατο" και σπόρο καλλιέργειας. Τα 2/7 ήταν η αποκοπή στα λιοπερίβολα.Τριτάρικο και γεώμορο ήταν τα πιο διαδομένα.Οι Τούρκοι παίρνανε ξένους γεωργούς στους οποίους έδιναν το σπόρο και τα μέσα συντήρησης και καλλιεργούσαν για λογαριασμό τους μέρος του χωραφιού, όμως με την υποχρέωση να κάνουν χρονικίς όλες τις δουλειές και τις αγγαρείες με τα ζώα τους, τα οποία επέτρεπαν να βόσκουν στα λιβάδια και στις χλόες. Το πιο γόνιμο μέρος του χωραφιού που το σπέρναν για το αφεντικό, όπως και για το σούμπαση, ήταν το παρασπόρι".

2) σελ. 115: "Το ζήτημα των ιμπλιακοχωρίων της Ηπείρου".
"Το 1915 διαμαρτυρήθηκαν στην ελληνική κυβέρνηση 79 ιμπλιακοχώρια στην Ήπειρο και με το θεμα αυτο ασχολήθηκαν τότε οι νομομαθείς. Η ιστορία των χωριών αυτών είναι η παρακάτω; Λένε, ότι αυτά τα 79 χωριά τα είχε πάρει στην κατοχή του ο Αλή πασάς, όμως μετά τον θάνατό του στις 24 Γενάρη 1822 και την επανάσταση του 1821 αυτά περιήλθαν στο σουλτάνο και ύστερα από την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 στο Ελληνικό Δημόσιο.Υποστήριξαν στη διαμαρτυρία τους ότι όλα αυτά τα χωριά ήταν στην κυριότητα των κατοίκων τους δηλ. κεφαλοχώρια κι ότι κατά τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου " το βία και φόβω γενόμενον ουκ έρρωται " πρέπει να επιστραφούν σ΄αυτούς που τα είχαν. Τα χωριά ήταν: 1) Βήσσανη ,......Λέλοβα, Νικολίτσι, Παπαδάτες και Πογδορά της επαρχίας Φιλιππιάδας". Συμφωνα με την γνωμοδότηση των νομομαθων , Ο Αλή πασάς για να γίνει κυρίαρχος της ευρύτερης περιοχης και για να ενισχύσει τον κρατικό του προϋπολογισμό με " βια υπέβαλλε ταύτα εις την εξουσίαν του και παρανόμως επέβαλεν εις εκατοντάδας όλων χωρίων την πληρωμήν κατ΄ ετος φόρων υπό τύπον ιμόρου ".
Κάποιοι αναφέρουν οτι ο Αλή πασάς εισέπρατε επιπλέον φόρο για την ενίσχυση του κρατικού του προϋπολογισμού επιπλέον του φόρου που απέδιδε στο σουλτάνο. Άλλοι αναφέρουν ότι αυτό δεν το έκανε ο Αλή πασάς αλλά κάποιοι μικροί αγαδομπέηδες της Θεσσαλίας και της Ήπειρου που έφευγαν για την Κωνσταντινούπολη ή που ξέπεφταν. Πάντως " μετά τον θάνατο του Αλή η οθωμανική κυβέρνηση εξακολουθούσε να εισπράτει το "ίμορο" αυτό στην αρχή με υπάλληλο και αργότερα με ενοικιαστές στους οποίους και νοίκιασε το φορο αυτο ". Αυτό το ίμορο ήταν έγγειος δημόσιος φόρος κι όχι γεώμορο τσιφλικούχου",
όπως τονίζουν οι νομομαθείς. Ανάμεσα στα άλλα τονίζουν " την αληθινή φύση του ιμόρου δεν δύναται να προσδιορίσει τις αντικαθιστών αυτό δια της λέξεως γεωμόρου. Η λέξις ίμορον παράγεται από την λέξιν μιρί δηλούσης φόρον ιδίως δε εκ του μουλικιανέ-μιρί, δηλούντος τους διά βίου ενοικιαζόμενους φόρους του δημοσίου".

3) σελ 117:" Όλη η χώρα ήτο διαιρεμένη εις δύο τάξεις, εις ελεύθερα χωρία (κεφαλοχώρια) και τσιφλίκια. Των ελευθέρων χωρίων έχουν διαιρεθή τα εδάφη αμοιβαίως,δηλαδή εις περισσότερον ή ολιγώτερων μεγάλα μερίδια κατά τους ιδιοκτήτας. Εις τον σουλτάνον οφείλεται το δέκατον του παραγομένου προϊόντος. Ο φόρος ούτος καλείται μιρί. Ο πασάς ήτο ο εισπράκτωρ του σουλτάνου εν τη ιδιότητί του ταύτη και με την απεριόριστον εξουσίαν του επέβαλε την πληρωμήν διπλασίου φόρου μιρί (ιμόρου), ενώ εις τόν σουλτάνον δεν έστελλεν εκ των εισπραττομένων παρά το τρίτον μόνον ".






Τραγούδια της Τάβλας

(Συνήθως τα τραγουδούσαν σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, όταν συνέβαιναν ευχάριστα γεγονότα.
Οι καλεσμένοι κάθονταν οκλαδόν γύρω από ένα χαμηλό και ευρύ τραπέζι,τρώγοντας, πίνοντας,  τραγουδώντας)

Η   τάβλα

Σε τούτη τάβλα που 'μαστε
σι τούτο του τραπέζι
τρεις μαυρομάτες μας κερνάν
και τρεις καλές κυράδες

Η μια κερνάει με το γυαλί
κι η άλλη με την κούπα
και η τρίτ'  η μκρότερη
με τ΄ ασημένιο τάσι.

κέρνα μας, ρούσσα μ΄, κέρνα μας
κέρνα μας γλυκό κρασί !


(Μαρτυρία Παναγιώτη Μπακάρα: "Το τραγούδι το άκουσα από τον πατέρα μου, Χρήστο")



Ιστορική πηγή για το χωριό μας:
Καστρί, Αγία Παρασκευή,  Τσιρόπολη,  Μαυρή.

Γράφει ο
Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος στο «Δοκίμιον περί Άρτης » στη σελίδα 143 το οποίο κυκλοφόρησε στα 1884, τρία χρόνια πριν την απελευθέρωση της Άρτας και τη ένωσή της με την Ελλάδα.

Θ’. Η ιερά Μονή Καστρίου, κειμένω εις το τμήμα της μεγίστης του Σουλίου Λάκκας, τιμωμένη επί τη Μεταστάσει της Θεοτόκου, και απέχουσα της Άρτης κατά την θερινήν δύσιν περίπου των 5 ωρών, ανηγέρθη εντός αρχαίου ελληνικού φρουρίου, ου τά ερείπια σώζονται εισέτι, όπου εκειτο η ποτέ ελληνική Πόλις Φυλάκη ( προσθήκη, = «Βατίαι»), ως εικάζεται κατά τό 1095, επί των βάσεων ειδωλικού Ναού και ιστορήθη είκοσιν ιεραις, επί της Αρχιερατείας Βαρθολομαίου τω 1670. Εν τω ειρημένω φρουρίω τω χορηγήσαντι και την κλήσιν εις την Μονήν, ουδέν αρχαίον σώζεται εκτός του Ναού, και τινων ετοιμορρόπων και ασημάντων μεσαιωνικών ερειπίων οικιών και δεξαμενών. Η μονή αύτη κατέχει εξ αμνημονεύτων και τας περί την Μαυρήνγεωργησίμου γαίας. Περί την Μαυρήν φαίνονται αρχαία τινα μεσαιωνικά ερείπια αρχαίας τινός Πόλεως , ων η θέσις νυν καλείται Καταφύκι. Επέκτητο αύτη η Μονή Μετόχιονμέν εις χωρίον Παπαδάταις κατερειπωθέν’ ήδη δε έχει υπό της αυτής κατοχήν Εκκλησίαν της Αγίας Παρασκευής της Ρωμαίας εις Ποδογόραν, ούσαν αρχαίαν Μονήν ανεγερθείσαν πρό της Μονής ταύτης, ήτοι τω 1025 έτει, κειμένην επί λοφίσκου μετά μικρών τινων οικημάτων, και προσαρτηθείσαν εις την Μονήν τω 1835’ ταύτης της αρχαίας Μονής την Εκκλησίαν σαθρωθείσαν ανήγειρεν εκ νέου τω 1856 ο ηγούμενος ιερομ. Λεόντιος, όστις και εις Λέλοβα Μετόχιον ωκοδομήσατο, πυρποληθέν προ τινων ετών και πολλές γαίας λιμνώδεις της Μονής ηνέωξε και γεωργησίμους αποκέστησε. Προσέτι έχει η Μονή και ετέραν της αγίας Τριάδος μετά τρούλλουαυτή υποκειμένην Εκκλησίαν, κειμένην εις θέσιν καλουμένην Μπόιτα πλησίον της γεφύρας, ην ωκοδομήσατο ο αυτός επι λόφουτινός, κατά την δυτικήν κλιτύν της Λάκκας. Ταύτης δε της Μονής, εκτός της Εκκλησίας, το λοιπόν μέρος, καταρρεύσαν, ην ετοιμόρροπον, μη δυναμένου του ηγουμένου, ένεκα πολλών αιτίων, ανοικοδομήσαι αυτήν και καλλωπίσαι, χρηζούσης αναμφιλέκτως τοιαύτης, ίνα μή, ο μή γένοιτο, ολοτελώς απολεσθη’εσχάτως δέ εγένετο ανοικοδόμησις τις νέων οικημάτων , αλλά και πάλιν ουχί διαρκών. Εκ των υπερειων του λόφου, ου κειται η Μονή, πηγαί άφθονοι υδάτων εξέρχονται καθάπερ και εκ Ποδογόρας, δι’ων σχηματίζεται ο ποταμός της Μαυρής, ενούμενος και μετά του ημιχειμάρρου της Λάκκας, καλούμενος Μαυρής, όστις εισερχόμενος εις καταβόθραν κειμένην πλησίον του χωρίου Καντζά, εξέρχεται εις την Σκάλαν του Λούρου και συνενούται τω ποταμώ Αράχθω’ και αυτή η Μονή έμεινεν εις το τουρκικόν έδαφος.
Γνωστοί ηγούμενοί
εισι τω

1790 Κλήμης                             
1800 Δωρόθεος

1837 Καλλίνικος        
1856 Λεόντιος αρχις Ιουν.6,1882.                   


Υποσημ.«
Μαυρή εστι λίμνη μικράτης περιοχης του Λούρου σχηματισθεισα εκ του ποταμίσκου της μεγίστης Λάκκας του εισερχομένου δια καταβόθρας εις τον ποταμόν Λουρον ή Αραχθον. Εν τη θέσει ταύτη εκειτο ποτέ Πόλις τις αρχαία, καταβυθισθεισα, και καλουμένη ηδη Τσιρόπολις ισως η Πόλις Ασσως, υπάρχει αυτόθι και τις λιθόκτιστος γέφυρα αρχαία, οικοδομηθείσα χρήμασι της Μονής επι της ηγουμενείας Λεοντίου ».


***

Σημείωση εκ μέρους της ιστοσελίδας:
Οι έντονοι γρ. χαρακτήρες σε ορισμένα σημεία του κειμένου επιλέγησαν από εμάς. Ο τονισμός (
μονοτονικό ) παρουσιάζεται όπως αντιγράφη το κείμενο και μάς απεστάλη από τους Παναγιώτη και Μαρία Γεωργούση - Μπακάρα που « αλίευσαν » την ιστορική πηγή και είχαν την ευγένεια να την κοινωνήσουν στους επισκέπτες της ιστοσελίδας μας.






">

Το Τραγούδι των Ηρώων.

Ιστορικό - λαογραφικό έθιμο
που γινόταν στις 24 Μαρτίου στο Ριζοβούνι Πρεβέζης


(Θυμάται και γράφει η κα Βασιλική Σταυροπούλου - Καλυβά
)


« Δασωμένη η Ήπειρος. Όπου να στρίψεις τα μάτια σου, παντού βλέπεις βουνά. Βουνά γεμάτα δέντρα και θάμνους. Δέντρα ήμερα, που δίνουν καρπούς, δέντρα άγρια, που σκεπάζουν τον τόπο. Δέντρα που χαρίζουν βαθιούς ίσκιους, που τραγουδούν μύθος, που μουρμουρίζουν ιστορίες. Και ανάμεσά τους παιδιά. Παιδιά απλά ντυμένα, παιδιά καλοντυμένα, παιδιά ξυπόλυτα καμιά φορά. Όλα όμως διψασμένα για μάθηση, για ιστορίες παλιές, για περιπέτειες.
Ένας ξένος μπορεί να ξαφνιαστεί, βλέποντας, μια μέρα με λιακάδα, ένα γέρο τριγυρισμένο από ένα μπουλούκι παιδιά. Ένας Ηπειρώτης, όμως, δεν ξαφνιάζεται. Ξέρει πως οι γέροι έχουν πολλά να διηγηθούν στην Ήπειρο.
“ Όποιος πόλεμος και να' γινε, όποιος κατακτητής και να πέρασε από εκεί, την έβαλε στο μάτι… και κείνη του'βγαζε το μάτι γεμάτη γινάτι… ” . Έτσι άρχιζε την ιστορία, που ήθελε να μας διηγηθεί η Κακοντούλαινα, Θεός σχωρές την.
Για μένα, προσωπικά, η Κακοντούλαινα έμοιαζε σαν ένα βαθύ καζάνι, τόσο βαθύ, που ο πάτος του ήταν ακαθόριστος, κάτι σαν άβυσσος. Και σαν έβαζες μέσα την κουτάλα και ανακάτωνες, έβγαινε πάντα ό,τι ήθελες, γύρω από τη μάθηση.
Τι ήθελες να μάθεις; Για όνειρα σημαδιακά, για ιστορίες πολέμου, για μεγάλους άντρες της Οικουμένης; κι ας μην είχε πάει ποτέ σχολείο.
Είχε, θυμάμαι, μεγάλη ικανότητα, πραγματικό ταλέντο, στο να διηγείται διάφορα περιστατικά, που δήθεν είχαν συμβεί στον Παράδεισο ή στην Κόλαση. Τα διηγόταν πάντα εξάροντας το καλό, αλλά τόσο παραστατικά, τόσο εκφραστικά, που εγώ την άκουγα με ανοιχτό το στόμα, νομίζοντας τότε, πως είχε πάει πολλές φορές εκεί.
Το μακρινό εκείνο απόγευμα του Μάρτη - 24 του μηνός - όταν ο δάσκαλος μας είπε να φύγουμε και να ετοιμαστούμε για το βράδυ, τα μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου, φωνάζοντας  … Ζήτωωω … τινάχτηκαν στον αέρα. Εγώ, μικρή που ήμουν δεν κατάλαβα.
Ο δάσκαλος, λοιπόν, μας είπε να έχουμε όλοι από ένα ταψί ή έναν τενεκέ και να μαζευτούμε το σούρουπο στην αυλή του σχολείου. Στ' αγόρια δε της Ε΄ και της Στ΄ τάξης είπε να δέσουν σε ένα ξύλο χοντρό πανιά και να τα βουτήξουν στο πετρέλαιο.
Ξημέρωνε η ημέρα της διπλής γιορτής για μας τους Έλληνες. Η Παναγιά γιόρταζε αντάμα με την Ελλάδα. Η μια δεχότανε τον κρίνο του λυτρωμού του ανθρώπου, η άλλη το σάλπισμα για τη λευτεριά του Γένους. Όλα αυτά τα είχα καταλάβει. Και το θέατρο που παίζαμε στο σχολείο και στην εκκλησία που πηγαίναμε. Αλλά την παραγγελία του δασκάλου για το βραδινό; … Το βραδινό δεν το χωρούσε ο νους μου.
Τρέχοντας πήρα το δρόμο για το σπίτι μου. Η μάνα με περίμενε δίπλα από τη θυμωνιά των ξύλων.
Έλα, μου είπε… Κοίτα, το'χω φυλάξει από τα αδέρφια σου.
Κοιτάζω, ένα χάλκινο ταψί σκουριασμένο από την πολυκαιρία, γουβιασμένο εδώ κι εκεί από τα χτυπήματα.
Να, πάρ' το. Πάρε και το ξύλο, καλό δεν είναι; μου λέει.
Εγώ, το πήρα απορημένη και της λέω:
Γιατί μάνα;
Δεν ξέρεις; μου απαντάει απορημένη κι εκείνη. Είναι Μάρτης και απόψε θα σκιάξετε τα ξωτικά και τα φίδια. Δεν το'μαθες από το δάσκαλο; Δεν το είχα καταλάβει. Ο δάσκαλος πάλι, πιστεύοντας ότι το ξέραμε όλοι δεν σκέφτηκε εμένα.
Κρατώντας εγώ το ταψί και το ξύλο ξεκίνησα μια και δυο για την Κακοντούλαινα. Ήμουνα σίγουρη τώρα ότι θα μάθω τα πάντα. Μόλις με είδε η γριά κατάλαβε. Με έβαλε να καθήσω κοντά της και αμέσως άρχισε:
Θα μάθεις, και σου το'χω πει, πως πολλά χρόνια, παλιότερα, ζούσαν Τούρκοι εδώ στην Ελλάδα. Σαν αύριο…
Ξέρω, ξέρω, τη σταματάω…
Ναι, αλλά δεν ξέρεις πως δεν ελευτερώθηκαν όλοι οι Έλληνες, δια μιας. Εμείς οι Ηπειρώτες αργήσαμε πολύ να διώξουμε τον Αλή-Πασά από το σβέρκο μας. Μας είχανε παραχωρήσει μερικές χάρες: γιορτάζαμε τις μεγάλες γιορτές. Κάναμε πανηγύρια, κυκλοφορούσαμε ελεύτεροι. Μόνο μια χάρη δεν μας έκανε ο τρισκατάρατος… να γιορτάζομε την ημέρα της λευτεριάς, συνέχισε.
“Μα πασά μου, γιορτάζει η Παναγιά μας”, διαμαρτυρήθηκαν οι προεστοί του χωριού. “Γιορτάστε την το Δεκαπενταύγουστο”, απάντησαν οι σημαδεμένοι (έτσι τους ονομάτιζε πάντα). Και συνέχισε:
Σαν το θεριό στο κλουβί έμοιαζαν οι Ηπειρώτες, το ίδιο και στο χωριό μας την Ποδογόρα (σημερινό Ριζοβούνι). Δεν το χωρούσε ο νους των αετών πως έπρεπε να ζούνε σκλαβωμένοι, αυτοί που για σπίτι τους είχαν, στην ανάγκη, τις κορυφές των βουνών και τα σκιερά τους δάση.
Τότε το μυαλό του Ηπειρώτη γέννησε την πιο περίφημη ιδέα που έμεινε από τότε και θα συνεχίσει να υπάρχει, δεν ξέρω κι εγώ, για πόσο ακόμα.
Η Ποδογόρα, λοιπόν, μαζί με τα γύρω χωριά- Λέλοβα, Κρανιά, Παπαδάτες- συνεννοηθήκανε να κάνουν το εξής: την παραμονή της γιορτής του Ευαγγελισμού πήραν όλοι από ένα ταψί ή τενεκέ και, μικροί-μεγάλοι, κρατώντας αναμμένα δαυλιά και μόλις η νύχτα τους αγκάλιασε με τη σκοτεινιά της, ξεκινήσανε, το κάθε χωριό χωριστά, για το ψηλότερο μέρος του, χτυπώντας στο δρόμο και τα ταψιά και τους τενεκέδες. Οι δικοί μας σταματήσανε στο στενορήμι, τα Λέλοβα στο πηγάδι τους, η Κρανιά έξω από το χωριό τους… Τι θέαμα ήταν εκείνο! Όπου κι αν γύριζες το κεφάλι, έβλεπες φωτιές, άκουγες κρότους… και μετά όλοι τραγουδήσανε:

Φύγετε φίδια και σκονταρίτσες (σαύρες)
έρχεται ο Ευαγγελισμός
θα σας κόψει το κεφάλι
θα σας ρίξει στο ποτάμι.


Τα'χασαν οι Τούρκοι. Αρματωμένοι τους κύκλωσαν. Τότε ο προεστός τους είπε: “ Γιατί αρματωθήκατε, Μπέη μου; Δεν κάνομε τίποτε. Υπήρχε ένα παλιό έθιμο που σκεφτήκαμε να το ξαναζήσομε απόψε. Οι παλαιοί σαν απόψε τρομάζανε τα φίδια και τα διάφορα ερπετά, που ξυπνούν από τη νάρκη του χειμώνα με τον ερχομό της άνοιξης ”. Ακούσανε το τραγούδι οι Τούρκοι, γελάσανε και φύγανε το ίδιο κουτοί και χοντροκέφαλοι, όπως ήρθανε. Το ίδιο έγινε και στα άλλα χωριά.
Είναι ωραίο έθιμο, Κακοντούλαινα, της είπα.
Από τα πιο ωραία, παιδί μου… Γιατί τη βραδιά εκείνη δεν τρομάζανε τα φίδια και τα ερπετά. Άλλο οι παλληκαράδες θέλανε να πουν με το τραγούδι: “ Φύγετε φίδια και σκονταρίτσες (Τούρκοι, δηλαδή), έρχεται αύριο η μέρα της λευτεριάς. Όπως τους άλλους τους πήρε το ποτάμι και νικηθήκανε, έτσι και σας θα σας τακτοποιήσομε μια μέρα ” . Αλλά, πού να καταλάβουνε αυτοί; πού να το'βρισκαν το μυαλό; Τόσα χρόνια μαζί μας και δεν πήραν δράμι από την εξυπνάδα μας.
Ήσουνα κι εσύ Κάκο; τη ρωτάω.
Την πρώτη φορά… δεν θυμάμαι. Μετά … έτυχα και θυμάμαι που τραγουδούσανε και οι Τουρκαλάδες μαζί μας. Ώσπου το 1912 αλήθευσε. Από τότε, σαν απόψε, τα σχολεία συνεχίζουνε το έθιμο, έτσι για να μην ξεχαστεί, διότι αυτό, παιδί μου, δεν γράφτηκε πουθενά.

Έτσι μου το διηγήθηκε η Κακοντούλαινα εκείνο το έθιμο.

Σήμερα, μεγάλη πια, σκέφτομαι πως η κουτάλα είχε βγάλει καλό κομμάτι εκείνο το απόγευμα. Δεν ξέρω αν συνεχίζεται ακόμα το έθιμο αυτό, το άγραφο. Όσο εγώ ήμουνα εκεί, γινότανε και είχε μια ξεχωριστή χάρη και ομορφιά. Όλα τα παιδιά χτυπώντας τα ταψιά και τους τενεκέδες και ανεμίζοντας τα αναμμένα στουπιά, κοιτάζαμε μαγεμένοι τις γύρω ομάδες που κάνανε το ίδιο. Και νιώθαμε περήφανοι γιατί συνεχίζαμε κάτι που οι παππούδες μας σκεφτήκανε και οι πατέρες μας το κάνανε έθιμο.

Το βράδυ της παραμονής του Ευαγγελισμού στην Ποδογόρα μπορεί τα ερπετά να ταράζονται στον ύπνο τους από τους χάλκινους κρότους. Μπορεί τα πουλιά στα δέντρα να αλλαφιάζονται. Οι Ποδογορίτες όμως τραγουδούν έχοντας στη σκέψη τους τους ήρωες εκείνους που, φέρνοντας βαριά στους ώμους τους τη σκλαβιά, ξεσπαθώνανε σκαρώνοντας φάρσες στους Τούρκους, έχοντας εμπιστοσύνη στην ελεύθερη Ελλάδα. Με την εξυπνάδα τους, την πονηριά και την τόλμη τους επαλήθευσαν το: “ Ο κατακτητής είναι ακίνδυνος σαν δεν έχει κατακτήσει την ψυχή του σκλαβωμένου ”  
».

Βασιλική Σταυροπούλου - Καλυβά




">
Ήθη και έθιμα του χωριού- σπαράγματα μνήμης

(Προφορική λαϊκή αφήγηση της Αικατερίνης Μπακάρα στην κόρη της)

Τις απόκριες έφτιαχνε η μάνα μας λίγο κρέας, το παίρναμε και πηγαίναμε στον αδελφό της, τον μπαρμπα Μιχάλη, να αποκρέψουμε όλοι μαζί κι εκεί, αφού τρώγαμε, βάραγε το βιολί ο μπαρμπα Μιχάλης και χορεύαμε όλα τα παιδιά. Το πρωί που σηκωνόμασταν μας έφτιαχνε η μάνα μας μερμελόνιακαι όλη τη σαρακοστή τη βγάζαμε με τσουκνίδια, μπομπότα, λίγα φασόλια ή φακές και από αυτά ελάχιστα μπαζίνα (ζουμί καμμένο, ψωμί, σούπα): μαζεύαμε όλες τις κοριές, τις βράζαμε και τις καίγαμε με λάδι και τρώγαμε για σαράντα μέρες.

Της Παναγίας
(ενν. 21 Νοεμβρίου) βάζαμε μπόλια: κρατάγαμε ρόκες άσπρες, τις ψέναμε στη φωτιά, τις ξύναμε με ένα μαχαίρι, τις μαδάγαμε και τις βράζαμε μαζί με κουκιά, φασόλια, φακές και άλλα. Το έθιμο αυτό έχει να κάνει με την Παναγία καθώς λεγόταν πολυσπορίτισσα. Το πρωί παίρναμε μπόλια και τα πηγαίναμε στη βρύση, τα ρίχναμε για να πάει καλά η σοδειά. Το ίδιο κάναμε του Αντριός  (ενν. στις 30 Νοεμβρίου) αλλά μόνο με το καλαμπόκι.

Χριστούγεννα
: όσοι είχαν γουρούνια στο χωριό, και συνήθως όλοι είχαν από μία γουρούνα, κράταγαν ένα μικρό, το έθρεφαν και τα Χριστούγεννα και το έσφαζαν. Εκτός από το κρέας που έτρωγαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το υπόλοιπο το έλιωναν σε κομματάκια μαζί με το λίπος και το άφηναν να κρυώσει. Το κούπωναν καλά σε ένα δοχείο και το διατηρούσαν. Έβαζαν λίγο σε κάθε φαγητό. Επειδή δεν υπήρχε ψυγείο τότε, είχαν βρει αυτό τον τρόπο για να διατηρήσουν το κρέας. Την παραμονή των Χριστουγέννων, επειδή ήμασταν ορφανά, ο παπα Βαγγέλης μας έστελνε κρέας, λάδι, αλεύρι, να κάνουμε Χριστούγεννα. Τότε οι παπάδες δεν είχαν ( ενν. πόρους, οικονομική άνεση ) και πήγαιναν σε σπίτια πλούσια, έπαιρναν λίγο αλεύρι, λάδι, κρέας και μετά τα μοίραζαν στους φτωχούς. Την παραμονή έβγαινε ο κλητήρας  στη τζούμπα του Γκέτσα και φώναζε: « ακούστε, χωριανοί! Αύριο το πρωί, ο πρόεδρος θα μοιράσει τρόφιμα από την ΟΥΝΤΡΑ ». Τις τρεις τα ξημερώματα χτύπαγε η καμπάνα και  πηγαίναμε στην εκκλησία. Όταν γυρίζαμε, η μάνα μας έφτιαχνε σούπα για να μην φάμε το βράδυ τσιγαρίδες και μας πειράξουν, επειδή ήμασταν νηστικά από τη σαρακοστή.

Κάλαντα
:
όταν πηγαίναμε στα κάλαντα μας έδιναν σύκα, καραμέλες και κουλούρια που τα έφτιαχναν μόνες τους οι γυναίκες του χωριού καθώς και γκόρτσα (=αχλάδια) χειμωνιάτικα. Αυτά τα έκοβαν στη μέση και τα κρέμαγαν στη γρεντιά να ξεραθούν. Μετά τα βράζανε οι γριές για τα τριήμερα επειδή κρατάγανε τρεις μέρες χωρίς φαγητό, μόνο με νερό, για να μεταλάβουν. Κατόπιν, έβγαιναν και μοίραζαν σύκα, τηγανίτες και γκόρτσα. Το ζωμό από τα γκόρτσα τον κρατάγανε σε ένα μπουκάλι και το μοίραζαν στην εκκλησία μαζί με τα υπόλοιπα. Όταν ήταν να πάνε στην εκκλησιά δεν είχαν ρολόι. Με το λάλημα του κόκκορα ξυπνούσαν.

Των Φώτων
:
του Φωτού όλο το χωριό ήταν στην εκκλησία να πάρει αγίασμα, να πιει όλη η οικογένεια. Το βράδυ η μάνα ράντιζε τα ζώα στο σπίτι, τα καλύβια, να πάει καλά η χρονιά. Κράταγαν λίγο αγίασμα σε ένα μπουκαλάκι και το βάζαν στο καντήλι του σπιτιού. Όταν τους πονούσε το αυτί, ο λαιμός ή το μάτι τους έβαζαν λίγο αγίασμα.

Του Σταυρού:
το πρωί οι μανάδες καθάριζαν το σπίτι γιατί περνούσε ο παπάς να ραντίσει. Εκείνη την ημέρα ο παπάς έπαιρνε ένα παιδάκι μαζί του και περνούσε όλα τα σπίτια του χωριού για να τα ευλογήσει. Γι' αυτό οι μανάδες μάς ξύπναγαν πρωί-πρωί, να πλυθούμε, να είμαστε καθαροί για να φιλήσουμε το σταυρό.





Τα τραγούδια της Λαμπρήςκαι η συνέχειά τους στο χρόνο


(ΔΙΗΓΗΣΗ κ.ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΤΟΥ)


" Όταν ήμουν 15 ετών, βοηθούσα τον πατέρα μου στην εκκλησία σαν ψάλτης. Οι νέοι του χωριού από 25-40 ετών έφυγαν για δουλειά στην Γερμανία. Τα έθιμα του χωριού δεν υπήρχαν άνθρωποι, με ενθουσιασμό, να τα συνεχίσουν.
Με κάλεσε, λοιπόν, ο πατέρας μου την πρώτη ημέρα του Πάσχα -το έτος 1962- το απόγευμα στην λειτουργία της Αγάπης, για να ηγηθώ των νέωνκαι να συνεχίσουμε το έθιμο, καθ' ότι γνώριζα και τα 18 τραγούδια που λέγαμε τις 3 μέρες τα απογεύματα στην λειτουργία της Αγάπης. Τα 15 από αυτά, τα λέγαμε τις 2 πρώτες μέρες και τα υπόλοιπα 3 μόνο την 3 μέρα, μαζί με τα άλλα 15. Όλο το χρόνο δεν τα λέγαμε ποτέ άλλοτε αυτά τα τραγούδια.

Τα τραγούδια της Λαμπρής ( καγκελάρι ), έτσι τα ονομάζουμε στο χωριό, λέγονται και εξιστορούν διάφορες καταστάσεις-γεγονότα και είναι φερμένα από άλλες περιοχές της πατρίδας μας, επειδή μετανάστευσαν για δουλειά οι νέοι σε άλλους τόπους, λόγω της φτωχής γης που έχουμε
".

ΡΙΖΟΒΟΥΝΙ, 10.02.2010





Στα έγγραφα που ακολουθούν καταγράφεται μια μικρή ιστορία για την περιοχή μας, κατά το 19ο αιώνα:

τότε, και κατά τη μεταφορά της αγίας κάρας του Αγίου Βησσαρίωνος και πρώην Επισκόπου Λαρίσσης από τα μέρη μας, όταν είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας, η οποία οδήγησε στο θάνατο πολλούς κατοίκους, κάτοικος του Ριζοβουνίου (Παιδαγώρα, αναφέρεται στο έγγραφο), παραχώρησε στην Ιερά Μονή Βησσαρίωνος στην Πύλη Τρικάλων τον ελαιώνα του. Εκείνη την περίοδο, όπως μας αναφέρει ο κ. Παναγιώτης Μπακάρας (Ιατρός) που έκανε τη σχετική έρευνα, αφιέρωσαν και οι κάτοικοι της γειτονικής μας Φιλιππιάδας τον πολιούχο ναό τους, που αρχικά ήταν αφιερωμένος σε άλλο άγιο, στον Άγιο Βησσαρίωνα. Το κτήμα που παραχωρήθηκε στη Μονή από κάτοικο του χωριού μας αποδόθηκε εκ νέου στο Ριζοβούνι και την εκκλησία του κατόπιν αιτήματος του μακαριστού ιερέα Μιλτιάδη Σίτου και του εκκλησιαστικού επιτρόπου, μ. Αλκιβιάδη Νίκου. Το κτήμα δεν είναι παρά ο χώρος του νέου Κοιμητηρίου του Αγίου Ευσταθίου που τέθηκε σε λειτουργία μετά τον κορεσμό του Κοιμητηρίου του Αγίου Νικολάου.


Ευχαριστούμε τον κ. Παναγιώτη Μπακάρα
που μας εμπιστεύθηκε τα σχετικά έγγραφα- ιστορικά τεκμήρια και τις πληροφορίες του
από την Ιερά Μονή Βησσαρίωνος στην Πύλη Τρικάλων.






Το προξενιό, ο αρραβώνας και ο γάμος.


Βασίλω (87 ετών), Ριζοβούνι Πρέβεζας, 1η Φλεβάρη 2004

Απόσπασμα από το «Εμένα με ξέχασε ο χάρος παιδάκι μου…» που περιλαμβάνεται στο έργο της Γεωργίας Σ. Σκοπούλη, Αυτές που γίναν ένα με τη γη, Αθήνα, Δωδώνη, 2008, σελ. 84- 88.

         Αρραβωνιάστηκα στις δεκαοχτώ του Τρυγητή το 1936. Το Μάρτη έφυγε φαντάρος. Παντρευτήκαμε όταν γύρισε μετά δύο χρόνια. Ήταν προξενιό. Εγώ δεν τον ήξερα καθόλου. Ήταν από τον άλλον μαχαλά. Για πρώτη φορά τον είδα από κοντά όταν ήρθε στο σπίτι για να παντευτούμε. Ο γάμος γινόταν στο σπίτι της νύφης εκείνα τα χρόνια.
         Με είδε μια φορά στο σπίτι της αδερφής μου της Σταυρούλας. Αυτός ήταν ψηλά στη σκαμνιά, έτρωγε σκάμνα. Εκεί ειδωθήκαμε από μακριά. Την άλλη μέρα είπε στην αδερφή μου: εγώ τη Βασίλω τη θέλω για γυναίκα μου. Η αδερφή μου είχε παντρευτεί στην ίδια γειτονιά. Η Σταυρούλα το είπε στη μάνα. Η μάνα τής λέει: πες του είναι μικρή ακόμα· δεν έχουμε ούτε προικιά έτοιμα ούτε τίποτα. Ο γάμος έχει έξοδα. Και ποιος θα πηγαίνει στα γίδια; Οι άλλες αδερφές μου ήταν μικρότερες, η Ανθούλα με τη Χαρίκλεια. Πήγαιναν και στο σχολείο. Εμένα δεν με έστειλαν στο σχολείο, γιατί φύλαγα καλά τα γίδια, δεν έχανα ούτε ένα. Έκανα και πολλές δουλειές. Ήμασταν πέντε τσιούπρες και δυο παιδιά, χάσαμαν και μια αδερφή μικρότερη από μένα.
         Είχαμε φτώχεια τότε, όπως όλος ο κόσμος. Δεν είχαμε πολυτέλειες. Τη Λαμπρή δεν πηγαίναμε στην εκκλησία όλες μαζί, μια-μια ή δυο-δυο. Εγώ με την Ανθούλα, η Γίτσα με τη Χαρίκλεια, γιατί δεν είχαμε πολλά παπούτσια και φουστάνια. Και φοράγαμε τα ίδια. Αλληνής της έρχονταν μικρά, αλληνής μεγάλα, βολευόμασταν… Δεν πεινούσαμε όμως ποτέ, στον πατέρα μου είχαμε πρόβατα, γίδια, γελάδια και λίγα χωραφάκια. Δουλεύαμε όλοι στο σπίτι από μικρό μέχρι μεγάλο. Η μάνα έκανε καλό κουμάντο στο σπίτι. Ο πατέρας ήταν νύχτα μέρα στα χωράφια και στα ζώα. Δούλευε σκληρά ο καημένος, είχε τόσα στόματα να θρέψει!
         Μετά από λίγο καιρό αυτοί ήρθαν για τα προξενιά. Η πεθερά και τέσσερα κουνιάδια, ο πατέρας είχε πεθάνει. Θέλουμε τη Βασίλω για νύφη είπαν, είναι μικρή ακόμη τους είπε η μάνα, δεν είμαστε και έτοιμοι, το παιδί δεν έχει πάει και φαντάρος. Να την δέσουμε, είπαν αυτοί. Να κάνουμε αρραβώνες και όταν γυρίσει από φαντάρος κάνουμε τα στέφανα. Εγώ τους κέρασα και έφυγα, πήγα στα γίδια. Μόνοι τους τα κανόνισαν.
         Ήθελαν και οι δικοί μου γιατί ήταν καλή οικογένεια. Είχαν μπαξέδες με πορτοκαλιές, λεμονιές, ελιές, χωράφια. Είχαν και δικό τους ζευγάρι άλογα για να οργώνουν. Έλεγε και Σταυρούλα: να τη δώσουμε μάνα, να την έχω κι εγώ σιμά, καλό-κακό…
         Στους αρραβώνες ήρθαν κι έφεραν το δαχτυλίδι η μάνα και τ’ αδέρφια του, αυτός είχε πάει στ’ άλογα. Δεν συναντιόμασταν καθόλου, είχαν συμφωνία ούτε εγώ να πάω στο σπίτι του ούτε αυτός στο δικό μου. Τον έβλεπα καμιά φορά στην εκκλησία από μακριά. Εγώ με τις φιλενάδες και την αδερφή μου την Ανθούλα κι αυτός με τους φίλους του. Μια φορά γύριζα από την Τσερόπολη φορτωμένη με κουκιά. Αυτός στ’ άλογο καβάλα πήγαινε στην Παναγία, στο Καστρί. Εγώ μόλις τον είδα, έκοψα δρόμο μέσα από τις σφάκες. Κατατσακίστηκα μέσα στα λιθάρια για να μην τον ανταμώσω. Καταντράπηκα. Αγάλια, μου λέει, τι κάνεις έτσι; δεν σε τρώω. Πού να σταματήσω εγώ; Αέρας…
         Το βράδυ γύρισε στο σπίτι και τους λέει: θα πετάξω το δαχτυλίδι, αυτή με είδε και άλλαξε δρόμο, δεν με θέλει. Ο Αλέξης, ο μεγάλος αδερφός, του λέει, εμείς δώσαμε το λόγο, δεν τον παίρνουμε πίσω. Θα σε διώξω απ’ το σπίτι και απ’ το χωριό και θα την πάρουμε στον Αριστείδη. Τόσο πολύ με ήθελαν γιατί ήμουν εργατικιά πολύ. Ήμουν κι όμορφη. Τα δυο χρόνια που ήταν φαντάρος εγώ έφτιαχνα τα προικιά, πήγαινα και στα γίδια. Έδωκε η μάνα και σε κεντήστρες γιατί δεν προλαβαίναμαν, τα φτιάχναμαν όλα στο χέρι τότενες, βάψιμο, γνέσιμο, αργαλειό. Είχα δυο μπαούλα προικιά εκτός των χοντρά.
         Ό,τι έχετε, είπαν τότε στους αρραβώνες. Αλλά τάγραψαν όλα στο προικοσύμφωνο ό,τι μου έδωκε η μάνα. Μία γελάδα, δέκα γίδια, τρεις οκάδες χαλκώματα, πέντε φουστάνια, πέντε πουκάμισα, πέντε κότελα πλεχτά, πέντε εσώρουχα ραμμένα στη μοδίστρα, όλα τα χρειαζούμενα.
         Ο γάμος έγινε στο σπίτι το πατρικό, στον Άη-Λια, το Χινόπωρο. Μας πάντρεψε ο παπα- Γληγόρης. Οι συμπέθεροι ήρθαν να με πάρουν με όργανα. ΔΕγώ φόραγα άσπρο νυφικό και στο κεφάλι κεντημένο μαντίλι. Τα παπούτσια τα φέρανε αυτοί. Το νυφικό το αγόρασε η μάνα μου. Βγήκε ο Σπύρος, ο άντρας της αδερφής μου, της Σταυρούλας, ελάτε μέσα, τους λέει, την έχουμε έτοιμη τη νύφη. Εκεί τον είδα για πρώτη φορά από κοντά. Ήταν πολύ όμορφος. Είχε έρθει πολύς κόσμος στο γάμο. Η αυλή ήταν γεμάτη μέχρι έξω στο δρόμο. Φέρανε γλυκά, τηγανίτες, ούζο, λουκούμια. Είχαμε φτιάξει κι εμείς απ’ όλα, κρεατικά, πίτες. Τα κορίτσια κέρναγαν όλο τον κόσμο, τραγούδαγαν, χόρευαν. Εκείνα τα χρόνια καλούσαν όλο το χωριό. Έγινε γάμος καλός.
         Έγιναν τα στέφανα. Η μάνα έριχνε κουφέτα και ρύζι όταν ο παπάς μας έφερνε γύρω από το τραπέζι. Μ’ έβγαλαν έξω από το σπίτι και τα όργανα άρχισαν:

Αφήνω γεια στο σπίτι μου,

αφήνω γεια στη μάνα μου,

στ’ αδέρφια μου και στους γειτόνους όλους…


Η μάνα μου έσκουζε. Η μικρή αδερφή με κράταγε από το φουστάνι να μην φύγω. Ξεκινήσαμαν για το σπίτι της πεθεράς με τα ποδάρια, τα προικιά φορτωμένα στ’ άλογα, ο κόσμος έριχνε ρύζι στο δρόμο που περνούσαμαν και τα όργανα έπαιζαν, πού και πού σταμάταγαν. Είχαν αποστάσει κι αυτοί. Βασίλεμα ηλιού και φτάσαμαν.

Έβγα κυρά και πεθερά

για να δεχτείς τα νιόπαντρα,


άρχισαν τα όργανα. Βγήκε η πεθερά στην πόρτα ορθή. Έριχνε ρύζι και κουφέτα. Με κέρασε μια καρδούλα χρυσή, σκαλιστή με πέτρα. Όλα τ’ αδέρφια με κέρασαν χρυσαφικά. Κι εγώ τους έφερα πουκάμισα, κάλτσες μάλλινες και άσπρα χειρομάντηλα.
         Έδωκε το χέρι αυτός έδωκα κι εγώ το δικό μου. Με πήρε μέσα στο δωμάτιο κι εκεί με φίλησε. Τον φίλησα κι εγώ. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, όλοι έφαγαν έξω. Εγώ μέσα με την πεθερά. Μου τηγάνισε αυγά. Έτσι ήταν το έθιμο. Εγώ ντρεπόμουν και φώναξε και την αδερφή μου την Σταυρούλα μέσα. Μέχρι το πρωί είχαμε γλέντι. Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα με τη συνυφάδα μου την Αλέξαινα. Τη Δευτέρα το βράδυ πήγαμαν πιστρόφια στο σπίτι μου. Όταν γυρίσαμε κοιμηθήκαμαν μαζί.






Ευχαριστούμε θερμά
τη συγγραφέα κα Γεωργία Σ. Σκοπούλη
για την άδειά της να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα μας
η μαρτυρία που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της.



Εκτυπώστε τη σελίδα.

Επιστροφή στο περιεχόμενο | Επιστροφή στο κύριο μενού UA-31904269-1